Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά,
γοργός ο γερωνάς τα πελαγώνει
η φλύαρη χελιδονοφωλιά
χορτάριασε παντέρημη και μόνη ...
Γ. Δροσίνης... Καλό μήνα ...
Αφοσιωμένη πολέμια του φασισμού, βασικό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας, υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών. Για να καταλάβει όμως κανείς την αληθινή αξία της γυναίκας που έμεινε στην ιστορία ως «Λα Πασιονάρια» («La Pasionaria», από το «λουλούδι του Πάθους», ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε για να υπογράφει τα άρθρα της στην εφημερίδα των ανθρακωρύχων «El Mineero Vizcaino» και στην αριστερή εφημερίδα «Mundo Obero») πρέπει να εξετάσει τις συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες της εποχής στην οποία μεγάλωσε.
Γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1895 στην Γκαγιάρτα της Ισπανίας και ήταν το έκτο από τα συνολικά 11 παιδιά μιας φτωχής οικογένειας ανθρακωρύχων. «Στην εποχή μου οι γυναίκες ήταν οικιακοί σκλάβοι χωρίς δικαιώματα. Και η λέξη "γάμος" σήμαινε για εμάς: ράψιμο, εγκυμοσύνες και κλάματα. Κλάματα, πολλά κλάματα για την κακή μας μοίρα, για την παντελή έλλειψη δύναμης, για τα αθώα παιδιά μας στα οποία έπρεπε να προσφέρουμε φροντίδες βουτηγμένες στα δάκρυα. Κλάματα για τη γεμάτη πόνο ζωή μας, μια ζωή χωρίς προοπτικές, γεμάτη αδιέξοδα. Πικρά δάκρυα με μια κατάρα μόνιμα στην καρδιά και μια βλασφημία στα χείλη». (Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία της, την οποία συνέγραψε το 1963.)
Αυτό ήταν το κοινωνικό πλαίσιο στις αρχές του αιώνα στην Ισπανία. Και πράγματι, παρ' ότι εξαίρετη μαθήτρια, η οικογένεια της Ντολόρες δεν είχε τα χρήματα για να τη στείλει να σπουδάσει δασκάλα, όπως εκείνη ήθελε. Εγινε μοδίστρα, το 1931 παντρεύτηκε και αυτή έναν ανθρακωρύχο, έκανε έξι παιδιά, όμως μόνο τα δύο από αυτά επέζησαν από τις κακουχίες. «Είναι δικό μου λάθος. Διότι δεν τους προσέφερα τις σωστές ιατρικές φροντίδες και τις γαλουχίες όταν έπρεπε» έγραψε αργότερα. Και οι συνθήκες διαβίωσης εκείνης και των παιδιών της έγιναν ακόμη χειρότερες όταν ο άνδρας της, ως ενεργό μέλος του Εργατικού Συνδικάτου, φυλακίστηκε επειδή ηγήθηκε μιας απεργίας. Η Ιμπαρούρι μελέτησε και εμπνεύστηκε από τον Μαρξ και έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCE). Και ήταν τότε που άρχισε να δημοσιεύει τα πύρινα άρθρα της στις εφημερίδες του κύκλου της, ήταν τότε που γεννήθηκε η «Πασιονάρια».
Το 1920 εξελέγη στην Περιφερειακή Επιτροπή του Βασκικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Σύντομα εξελίχθηκε σε σημαντική προσωπικότητα του χώρου της και το 1930 εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Την επόμενη χρονιά έγινε αυτή εκδότρια της «Mundo Obrero», θέση την οποία χρησιμοποίησε για να προβάλει ιδέες που θα βελτίωναν την κοινωνική θέση της γυναίκας. Φυλακίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1931 και τελικά, ύστερα από αρκετές ταλαιπωρίες, απελευθερώθηκε τον Ιανουάριο του 1933. Συνέχισε με πάθος τους αγώνες της κατά του επερχόμενου φασισμού, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ενωση και ανέβηκε πολύ στην ιεραρχία του Κομμουνιστικού Κινήματος. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι και στη Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ τής έφερναν εφιάλτες. Ελεγε: «Μην κλείνετε τα μάτια σας στην άνοδο αυτών των στοιχείων. Αν σε μια χώρα της Ευρώπης οι φασίστες καταφέρουν να αποκτήσουν εξουσία, τότε η μπόρα θα μας πάρει όλους». Βοήθησε στην ίδρυση της Παγκόσμιας Επιτροπής Γυναικών κατά του Πολέμου και του Φασισμού. Το 1936 εξελέγη στα Cortes, τη Βουλή της Ισπανίας. Αγωνίστηκε για τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας, των εργατικών δικαιωμάτων, για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας, κατάφερε ακόμη και να διαπραγματευτεί με επιτυχία την αποφυλάκιση αρκετών πολιτικών κρατουμένων.
Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου η ευρέως γνωστή ως «Πασιονάρια» πλέον ήταν υπεύθυνη επικοινωνίας των δημοκρατικών. Στις 18 Ιουλίου του 1936 ολοκληρώνοντας μια ραδιοφωνική ομιλία της διακήρυξε: «Νο pasaran!» (οι φασίστες «δεν θα περάσουν!»). Η φράση αυτή έγινε το σύνθημα όλων των δημοκρατικών, των επαναστατημένων του κάθε ιδεολογικού αγώνα, μέχρι και του μεξικανού επαναστάτη Εμιλιάνο Ζαπάτα. Στην ανθολογία της παγκόσμιας Ιστορίας έχουν μείνει ακόμη δύο διακηρύξεις της. Η περίφημη «είναι καλύτερο να είμαστε χήρες ηρώων, παρά σύζυγοι δειλών». Και το θρυλικό: «Οι Ισπανοί να πεθάνουν όρθιοι, παρά να ζήσουν γονατιστοί». Ηταν μια φράση την οποία χρησιμοποίησε σε μια ομιλία της κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για την ενίσχυση των δημοκρατικών, μια αποστολή ζωής που είχε φέρει την «Πασιονάρια» στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Η Ευρώπη είχε πλέον καταγοητευτεί από τη φλογερή επαναστάτρια με το πανέμορφο πρόσωπο και το ασυμβίβαστο πνεύμα.
Η έλευση των φασιστών όμως δεν στάθηκε δυνατό να αποτραπεί. Η «Πασιονάρια» προτίμησε να ζήσει στη Σοβιετική Ενωση. Ο μόνος της γιος, ο Ρούμπεν, σκοτώθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1942 στο Στάλινγκραντ, πολεμώντας στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού. Η «Πασιονάρια» συνέχισε τους αγώνες της. Εγινε Γενική Γραμματέας του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCE) τον Μάιο του 1944. Το 1964 τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης Λένιν και την επόμενη χρονιά με το παράσημο Λένιν. Και όμως, το 1968 επετέθη δριμέως κατά του Κόκκινου Στρατού για τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.
Η «Πασιονάρια» θέλησε να επιστρέψει στην Ισπανία μετά τον θάνατο του Φρανσίσκο Φράνκο. Το 1977 εξελέγη ξανά στα Cortes. Πέθανε στις 12 Νοεμβρίου 1989, σε ηλικία 93 ετών, από πνευμονία.έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος,
κι αυτή μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.
Το ποίημα είναι του Μίλτου Σαχτούρη
Πέθανε σήμερα το πρωί από ανακοπή καρδιάς η γνωστή Ελληνίδα ηθοποιός Σπεράντζα Βρανά σε ηλικία 77 ετών.
Πρωταγωνίστησε σε πλήθος ταινιών, ενώ ανέδειξε την πραγματική μορφή της επιθεώρηση στο θεατρικό σανίδι,
ενώ έγραψε και αρκετά βιβλία, με σπουδαιότερο το αυτοβιογραφικό «Τολμώ».
Τώρα είμαστε φτωχότεροι
αφού έσβησε ένα από τα μεγάλα αστέρια μας!
Καλό ταξίδι λατρεμένη μας!
Το «Τραμ το τελευταίο» ήταν το πρώτο τραγούδι που είπε στην καριέρα της. Εξήντα χρόνια μετά η Σπεράντζα Βρανά θα το ξαναπεί, αυτή τη φορά στο Ηρώδειο |
Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει μ' ένα τρένο
Αθήνα- Λάρισα ωραία Θεσσαλία
Στην Κατερίνη ακούει τραγούδι αγαπημένο
με μια πληγή από παλιά μελαγχολία
Στη Σαλονίκη φθάνει απόγευμα στις έξι
μ' ένα καιρό που όλο σκέφτεται να βρέξει
Νοέμβρης μήνας...
Νοέμβρης μήνας...
Το Ρεθυμνιώτικο σκοπό παίζει στη λύρα
και λέει του έρωτα τα πάθη και τη μοίρα,
το Ρεθυμνιώτικο σκοπό παίζει στη λύρα
και λέει του έρωτα τα πάθη και τη μοίρα,
Νοέμβρης μήνας...
Νοέμβρης μήνας...
Νοέμβρης μήνας με το ΚΤΕΛ στην Πάτρα πάει
μέρα γιορτής νιώθει το κρύο ν'αγριεύει
αφού ευχήθηκε στην πόλη που αγαπάει
τριάντα μέρες στη βαλίτσα του μαζεύει
Η μοναξιά του σαν ανήμερο θηρίο
και φεύγει μ' ένα κουρασμένο λεωφορείο,
Η μοναξιά του σαν ανήμερο θηρίο
και φεύγει μ' ένα κουρασμένο λεωφορείο,
Πολλοί Ιταλοί πολιτικοί και διανοούμενοι απότισαν σήμερα φόρο τιμής σε αυτή "την εμπνευσμένη ποιητική και διαυγή φωνή", σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο.
Ο Νομπελίστας Ντάριο Φο δήλωσε ότι είχε ζητήσει από την Επιτροπή Νόμπελ να της απονείμει το βραβείο, γιατί ήταν "μία εξαίσια ποιητική μορφή".Η Έλλη Ιωαννίδη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, άφησε το χνάρι της στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, επιλέγοντας να ενταχθεί και να δράσει στην αριστερά. Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε, η μοναδική στράτευση την οποία ακολούθησε ώς το τέλος ήταν αυτή στο χώρο των ιδεών και της φιλοσοφίας. Όχι μόνο λόγω των σπουδών της αλλά και λόγω των ιδεών και των επιλογών της μελετούσε διαρκώς την αρχαία ελληνική σκέψη και τον μαρξισμό. Τα δύο τελευταία βιβλία της, εξάλλου, τα “Μακιαβέλλι ή Μαρξ” (2005) και “Αποχαιρετώντας τον αιώνα μου” (2006) ήρθαν ως καταστάλαγμα τούτης της μελέτης και των πολιτικών της επιλογών.
Τρικυμισμένη η ζωή της Έλλης Παππά, ξεκίνησε από τη Μικρά Ασία, ξεριζώθηκε απ' εκεί μαζί με την οικογένειά της, για να φτάσει στον Πειραιά και να ζήσει όλη την αντάρα του περασμένου αιώνα, αριστερή, αγέρωχη, αποφασισμένη και επίμονη. Και να φτάσει να συναντήσει τον αιώνα μας εξίσου ανήσυχη και με οξυμμένη κριτική ματιά και σκέψη. Είδε το πρώτο φως το 1920. “Γεννήθηκα στη Σμύρνη, παραμονή της καταστροφής, πέμπτο παιδί, αθέλητο και παραπεταμένο" γράφει η ίδια αυτοβιογραφούμενη. "Η μάνα μου αρνήθηκε να με θρέψει", δήλωσε, "δεν ήμουν παιδί, ήμουν άλλο πράμα και με πέταξε. Επέζησα χάρη στη μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου. Η καταστροφή έφερε την οικογένεια στον Πειραιά. Την υγεία μου την ανέλαβε η θάλασσα του Πειραιά και την αγωγή μου τα αλητάκια του Πειραιά. Όλα έδειχναν ότι η προλεταριακή μου συνείδηση ήταν εξασφαλισμένη. Τότε μπήκαν στη ζωή μου τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας, ο Γιώργος που έγινε ασυρματιστής και, ο άγγελος της ζωής μου, η Διδώ (Σωτηρίου), που ζούσε με την πλούσια αντιδραστική θεία, αδελφή του πατέρα μας. Από τη σκληρή δουλειά του ο Γιώργος, από μια έμφυτη συνείδηση η Διδώ, από κοντά κι η μάνα μας είχαν γίνει και οι τρεις κομμουνιστές”.
Σπούδασε φιλοσοφία και νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Γαλλική Ακαδημία της Αθήνας. Εντάχθηκε στην αριστερά από τα γυμνασιακά της ακόμα χρόνια, και στην Κατοχή προσχώρησε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Δραστηριοποιήθηκε στον παράνομο Τύπο, συγχρωτίστηκε με διανοουμένους, συνεργάστηκε μαζί τους. “Απελευθέρωση, Δεκεμβριανά, προσπάθειες ανασυγκρότησης της αριστεράς και της δημοκρατίας, οι πρώτες εκλογές, ο ερχομός του Μπελογιάννη και του μεγάλου έρωτα” έγραφε. Το 1950 συνελήφθη με τον σύντροφό της και καταδικάστηκε κι εκείνη σε θάνατο στη δίκη Μπελογιάννη. Επειδή ήταν μωρομάνα, όμως, η ποινή της δεν εκτελέστηκε. Ο γιος της ο Νίκος ήταν τότε μόλις επτά μηνών. Δεκατρία χρόνια έμεινε στη φυλακή. Αποφυλακίστηκε από τις φυλακές του Αβέρωφ το 1963 και δούλεψε στη σύνταξη της “Δημοκρατικής Αλλαγής” μέχρι το 1967 οπότε η χούντα την εξόρισε στη Γυάρο. Η άσχημη κατάσταση της υγείας της οδήγησε στην αποφυλάκισή της, ενάμιση χρόνο μετά. Αρνήθηκε την πρόσκληση της Σοβιετικής Ένωσης να τη φιλοξενήσει με τον γιο της, λόγω της σοβιετικής εισβολής στην Τσεχοσλοβακία. Μετά την αποφυλάκισή της εργάστηκε σε εγκυκλοπαίδειες και περιοδικά και αργότερα στην εφημερίδα "Μακεδονία" μεψευδώνυμο. Στη μεταπολίτευση η επανασύνδεσή της με το ΚΚΕ δεν είχε αίσιο τέλος. "Η επανένωση της αριστεράς ξεκίνησε με καλούς οιωνούς και είχε οικτρό τέλος. Αποχώρησα από το ΚΚΕ, πράγμα που και η ηγεσία του επιθυμούσε" έγραψε.
Η Έλλη Παππά εργάστηκε στο "Έθνος", τη "Μακεδονία" και το περιοδικό "Γυναίκα" ώς το 1990, οπότε αφιερώθηκε αποκλειστικά στο συγγραφικό της έργο. Στα βιβλία της περιλαμβάνονται οι μελέτες “Ο Πλάτωνας στην Εποχή μας”, “Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς στο Κεφάλαιο του Μαρξ”, “Σπουδή στο θέμα της Ελευθερίας - Η έννοια της ελευθερίας στον προσωκρατικό υλισμό”, “Μύθος και ιδεολογία στη Ρωσική Επανάσταση - Οδοιπορικό από το ρωσικό αγροτικό λαϊκισμό στον λαϊκισμό του Στάλιν”, “Ο Λένιν χωρίς λογοκρισία και εκτός μαυσωλείου”, Κομμούνα του 1871: Επανάσταση του 21ου αιώνα;”. Έγραψε το μυθιστόρημα “Το ημερολόγιο ενός φυλακισμένου” και τα διηγήματα και ποιήματα “Δουλειά της φυλακής”, καθώς και τα “Βίος και έργα της γάτας της Σοφής”, “Σελίδες από τον τύπο της Αντίστασης” και “Νίκος Κιτσίκης - Ο επιστήμονας, ο άνθρωπος, ο πολιτικός”. Το 2006 κυκλοφόρησαν οι “Μικρογραφίες-Βιβλία από τη φυλακή” μικρά χειροποίητα βιβλιαράκια που έγραψε και βιβλιοδέτησε η ίδια κατά τη διάρκεια της φυλάκισής της για τον γιο της. Από το 2002 εμπιστεύτηκε το αρχείο της στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο.
Η Έλλη Παππά βρέθηκε στον πιο τρικυμισμένο αιώνα. “Τον έζησα τον εικοστό αιώνα. Με ζωή και με θάνατο. Πάλεψα μαζί του όσο μπορούσα. Με ζωή και με θάνατο. Στις μεγάλες του ώρες και στις ώρες των διαψεύσεων. Κι εκεί, κοντά στο τέλος του, έζησα τη μεγάλη διάψευση - που δεν έπεσε σαν ξαφνικός κεραυνός. Από χρόνια ακουγόταν η βουή που όλο πλησίαζε, μα ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ήθελαν να την ακούσουν. Είχα την κακή τύχη να την ακούω και, το χειρότερο, να τη μεταφέρω στο χαρτί. Τίμημα, ο αποκλεισμός. Όχι όμως και η απογοήτευση. Με έσωσε η προσπάθειά μου, όσες κι αν ήταν οι αντιδράσεις, να κοιτάξω τον αιώνα μου κατάματα, χωρίς αυταπάτες, και να καταγράψω όσο μου επέτρεπαν οι δυνάμεις μου, επιλογές, πράξεις και παραλείψεις που οδηγούσαν στην καταστροφή εκείνου του μέλλοντος στο οποίο είχαμε αποθέσει τις ελπίδες μας...” γράφει αφοπλιστικά, εν είδει απολογισμού, στο τελευταίο της βιβλίο “Αποχαιρετισμός στον αιώνα μου”, για να καταλήξει προσφεύγοντας στον λόγο του ποιητή “Εμείς φύγαμε. Εσείς να δούμε τώρα”.