Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Πατρίτσια Χάισμιθ, η μοχθηρή κυρία με τις γάτες.

Patricia Highsmith (1921-1995)

Πατρίτσια Χάισμιθ

1.Το παιχνίδι του Ρίπλεϋ

μτφρ.: Ανδρέας Αποστολίδης

εκδόσεις Αγρα, σ. 367, 16 ευρώ

2.Το αγόρι που ακολουθούσε τον Ρίπλεϋ

εκδόσεις Αγρα, σ. 425, 17 ευρώ


α. Δυσθυμία και Νευροπάθεια: η ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου στο μυθιστόρημα αγωνίας


Η Πατρίτσια Χάισμιθ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στο ελληνικό και κατ' επέκταση στο ευρωπαϊκό κοινό,αφού η μετοικεσία της στην Ευρώπη απ' τα τέλη της δεκαετίας του 1950 άλλαξε ριζικά αυτό που λανσαρίστηκε -ιδιαίτερα με τη μεταφορά του βιβλίου της Strangers On a Train από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ στον κινηματογράφο -ως τη γυναικεία εκπρόσωπο του ποιοτικού αστυνομικού μυθιστορήματος.

Αγαπημένη συγγραφέας του είδους που λανθασμένα ονομάστηκε αστυνομικό κοινωνικό μυθιστόρημα, κάτι σαν Λίλιαν Χέλμαν του φεμινιστικού λόγου στην περιοχή της ανδροκρατίας των detective stories, μετρ της πλοκής που σχεδιάζεται από τα πρώτα της βιβλία -μυθιστορήματα και διηγήματα- μ' έναν τρόπο αριστοτεχνικό και βουβό,θεωρήθηκε δικαίως όχι μόνον η βασίλισσα του μαύρου χιούμορ και του σασπένς, αλλά, θα μου επιτρέψετε να πω, η νόμιμη ηγερία αυτού που θα ονόμαζε κανείς με την κλινική λέξη αυτισμός.

Εξηγούμαι: στην αγγλική γλώσσα υπάρχει η λέξη haunted, στοιχειωμένος-ο, που στον εγκέφαλο κάποιου που μεγάλωσε στο ψυχικό και πνευματικό περιβάλλον της αγγλικής γλώσσας, σημαίνει πολύ περισσότερα απ' ό,τι στον εγκέφαλο ενός Ελληνα ή ενός Ιταλού.

Υπάρχει ας πούμε περισσότερο και πιο άγνωστο Σύμπαν σε μια αγγλική σοφίτα, ακόμα κι αν δεν βρίσκεται στα αετώματα ενός εξοχικού σπιτιού ή ενός υπογείου του τυπικού αμερικανικού σπιτιού, απ' ό,τι σ' ένα αθηναϊκό διαμέρισμα,σε μια ισπανική χασιέντα ή σε μια μοσχοβίτικη ντάτσα.

Κι αυτό το περίσσιο ή περιττό και για πολλούς άχρηστο κι επίκδυνο Σύμπαν είναι κατά τη γνώμη μου η πρώτη ύλη για το μυθιστόρημα που μπορεί να ονομασθεί μυθιστόρημα αγωνίας.

Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι το εξοχικό σπίτι του αφηγητή στο Κομπραί του Μαρσέλ Προυστ είναι στοιχειωμένο με κάτι περισσότερο από τη μνήμη, πράγμα που δεν ισχύει βέβαια ούτε για τον πραγματικό πατέρα του μυθιστορήματος αγωνίας, τον Εντγκαρ Αλαν Πόε,ούτε ακόμα και για τον Λιούις Κάρολ ή τον Χένρυ Τζαίημς.

Αν ονομάσουμε λοιπόν αυτή την ιδιαίτερη ανάγνωση του κόσμου ως πολιτισμικό κατάλοιπο του αγγλοσαξονικού κόσμου -άλλοι θα επεκτείνονταν και θα συμπεριελάμβαναν σ' αυτόν ολόκληρη την ιδιόμορφη πνευματική ατμόσφαιρα του προτεσταντισμού-, θα έχουμε μία σωστή αφετηρία για να κινηθούμε σ' αυτόν τον αντιτραγικό, θα έλεγα αντι-ηθικό κόσμο, του ολοκληρωμένου μυθιστορήματος αγωνίας.

Για τον αγγλοσαξονικό κόσμο η παραγωγή του λογοτεχνικού είδους που ονομάσαμε κάπως σχηματικά μυθιστόρημα πλοκής και αγωνίας, αντιμετωπίζεται σαν μια κανονική διαβάθμιση του λογοτεχνικού φαινομένου, σαν ένα επιπρόσθετο είδος που επικάθεται πάνω στον κοινό τόπο του ρεαλιστικά διαρθρωμένου μυθιστορήματος.

Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο, στον οποίο το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει τις ρίζες του στο πολιτικό πρόβλημα των μεγάλων πόλεων, της παρακμής και του εγκλήματος, παίρνοντας πολλές φορές, όπως στον Σιμενόν ή στον Λεμπλάν, την επική μορφή του ηρωισμού,οι αγγλοσαξονικές ρίζες του μυθιστορήματος έκτακτων περιστάσεων είναι περισσότερο περιπεπλεγμένες, αγγίζοντας άλλες φορές τη φανταστική γοτθική παράδοση και τις περισσότερες, το μυθιστόρημα περιπέτειας και ταξιδιωτικών εντυπώσεων.

Πράγματι: στην περίπτωση της Χάισμιθ η κινητικότητα των ηρώων και της πλοκής -τουλάχιστον στα μυθιστορήματα με ήρωα τον Τομ Ρίπλεϋ- είναι συνεχής και απρόσμενη, εντείνοντας το κλίμα αστάθειας και ανησυχίας, όπου το ασύνορο των καταστάσεων διαδέχεται το άχρονο των πράξεων, λες και ο Τομ στο Ποζιτάνο της Νότιας Ιταλίας δεν «εξαφανίζει» μόνο τον Ντίκι Γκρήνλιφ κλέβοντας την ταυτότητα και τη ζωή του, αλλά σβήνοντας την απόσταση Αμερικής και Ιταλίας, φτώχειας και πλούτου, δουλικότητας και κυριαρχίας, γίνεται με τη σειρά του «άλλος» μέσα στο αλλοιωμένο, καινούριο σύμπαν του.

Δεν υπαινίσσομαι ότι η Πατρίτσια Χάισμιθ κατόρθωσε εδώ, με τον χαρακτήρα του Ρίπλεϋ, να πραγματοποιήσει επιτέλους τη νεανική φιλοδοξία της να γράψει ένα σύγχρονο γοτθικό μυθιστόρημα αξιώσεων ούτε ότι τα πέντε μυθιστορήματα με ήρωα τον Τομ εντάσσονται στη μυθοπλασία των ζόμπι ή των βρικολάκων.

Η μοναδική απόδειξη για το «απέθαντο» του Τομ Ρίπλεϋ που έχουμε, είναι αυτή η ικανότητά του, όχι βέβαια να πίνει αίμα ή να συγχέει την αιωνιότητα με την ατέρμονη φυσική ύπαρξη, όπως ένας βρικόλακας, αλλά να ενσαρκώνει την κίβδηλη υπόστασή του κάθε φορά μ' ένα καινούριο ένδυμα, δηλ. του πτώματος που έχει χρόνο να μένει ανέπαφο και σχεδόν αμουμιοποίητο.

β. Από τη μεριά του Ρίπλεϋ

Είκοσι μυθιστορήματα, έξι συλλογές διηγημάτων, δύο ερωτικά μυθιστορήματα, εκ των οποίων το ένα με μια ευτυχή κατάληξη της ομοφυλοφιλικής σχέσης, όπως το Μωρίς του Φόρστερ, σενάρια για τον κινηματογράφο δεν στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν την καταιγιστική καριέρα του Τομ Ρίπλεϋ, καριέρα καθαρά ευρωπαϊκή, αφού άρχισε και τελείωσε στην Ευρώπη, με γενεσιουργούς σταθμούς την Ιταλία πρώτα, κατόπιν και κύρια τη Γαλλία, με ενδιάμεσες καταχωρίσεις, άλλοτε σε μεσημβρινές ηλιόλουστες χώρες κι άλλοτε σε ψυχρά βόρεια λιμάνια. Η ιδέα βέβαια ήταν παλιά,δανεισμένη από τον Χένρυ Τζαίημς και τεκμηριωμένη στην πραγματικότητα από μερικούς ομοεθνείς φυγάδες: ο Τομ Ρίπλεϋ, ένας νεαρός Αμερικανός απατεώνας κολεγιακής μορφώσεως, στέλνεται στην Ευρώπη -τόπο κατ' εξοχήν μυητικής ασωτείας για πολυάριθμους πλούσιους γόνους- από τον πολυεκατομμυριούχο πατέρα για να οδηγήσει το απολωλός πρόβατο,τον άσωτο υιό Ντίκι Γκρήνλιφ, πίσω στη γενέτειρα και στις επιχειρήσεις του.

Η συνέχεια είναι αναμενόμενη: ο άσωτος έκγονος δολοφονείται από τον άμεμπτο υπάλληλο του πατρός κι αντί να σταλεί στην πατρική εστία αποκεκαθαρμένος, παραμένει στη γηραιά ήπειρο νεκρός και ο Τομ αρχίζει την καινούρια ζωή του φορτωμένος μ' ένα έγκλημα και μερικά εκατομμύρια δολάρια από πλαστογραφημένες δωρεές στο όνομά του.

Η επιτυχία του Τομ Ρίπλεϋ ως δομικού χαρακτήρα μυθιστορημάτων σε συνέχειες είναι περίπου απόλυτη. Επιφορτισμένος από τη δημιουργό του να γεννάει καινούριες υπεραξίες με το ίδιο, ύπουλα υπερτιμημένο νόμισμα,την ευφυΐα του, παραμονεύει πλέον τα εξ Αμερικής καινούρια θύματά του καταχωνιασμένος στη Βιλπέρς, παρακολουθώντας ανήσυχα τη διαδοχή του χρόνου που γεννάει νέα προβλήματα, σκαρώνοντας καινούριες ζαβολιές και παρανομίες για να εξασφαλίσει ακόπως τη ζωή που έχτισε πριν από χρόνια στην Ιταλία, με μοναδικά όπλα του τη δουλικότητα, μια γραφομηχανή, μερικές συστατικές επιστολές και την ευπιστία δύο γυναικών.

Δεν είναι υποχρεωτικό να συσχετίσει κανείς τη βιογραφία του Τομ μ' αυτήν της Πατρίτσια Χάισμιθ για να βγάλει μερικά χρήσιμα συμπεράσματα. Ενα είναι το σίγουρο: ο Ρίπλεϋ σαν εξαγόμενο είδος, κάτι σαν το γαλλικό τυρί ή το Σατό Μαργκό, υπόσχεται αμφίδρομη επιτυχία και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Ο χαρακτήρας του Τομ,βόρειο ψυχρόαιμο είδος με λατινική καλλιτεχνική απόληξη, ένα μείγμα ζωγράφου, απατεώνα και μποέμ, που επιχειρεί παράπλευρες εγκληματικές μπίζνες, ντυμένες στον μύθο μιας ροζ αστικής ευμάρειας, είναι μια σύνθεση από χαρακτήρες των διαφόρων εμιγκρέ, των οποίων την πολύχρωμη ομοιότητα εγγυάται ένα νεοϋρκέζικο παρατσούκλι, ένας ξεγραμμένος τύπος που σαν τον Ρηβς στο «Παιχνίδι του Ρίπλεϋ» ξεθάφτηκε απ'το πουθενά, ένας λησμονημένος φίλος που όλο και κάτι ξέρει απ' το παρελθόν της Ρώμης και γι' αυτό πρέπει να εξολοθρευτεί, όπως στο «Ρίπλεϋ σε βαθιά νερά».

Συχνά σκέφτομαι τον Ρίπλεϋ λιγότερο «εξωτερικό» απ' ό,τι τον έπλασε η Χάισμθ, επειδή κάθε συγγραφέας μυθιστορημάτων πλοκής και αγωνίας πρέπει να φτιάξει κατ'αρχήν έναν μηχανισμό ακριβείας παρά έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Σκέφτομαι τον Ρίπλεϋ σαν μια εικόνα του ανθρώπου σε μια διαφορετική διάσταση του είναι, με αίσθηση διαφορετική απ' αυτήν ενός ονειρικού, ψεύτικου όντος, που δρα με τον απόλυτο περφεξιονισμό μιας νομοτέλειας.

Υποπτεύομαι ότι στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα η σκιαγράφηση ενός τέτοιου ήρωα θα έπαιρνε έναν τόνο ίσως πιο τρομακτικό, χρώματα ρεαλιστικά και μονότονα, κάτι σαν το θολό περίγραμμα ενός ξετρελαμένου από την επιτυχία του διπλού πράκτορα, που θα θυσιαζόταν κάποτε απ' τη μια ή απ' την άλλη πλευρά των συνόρων, πιστεύοντας και ο ίδιος στη χρησιμότητά του, του ίδιου κι αυτών που είχε υπηρετήσει. Αντιθέτως η γραφίδα της Χάισμιθ επιτελεί αυτό που είναι ιδεατό: στη θέση του φυσικού ή ηθικού κακού, ο Τομ μεταπλάθεται σ' αυτό που μπορεί να γινόταν από μόνος του, αν μπορούσε να δεχτεί κανείς την αυτονόμηση του χαρακτήρα απ' τον δημιουργό του: ένας amateur, ένας ερασιτέχνης που τρέμει μην κάνει λάθος ζωγραφίζοντας το πορτρέτο της αγαπημένης του Ελοΐζ, όπως τότε που έτρεμε το χέρι του δολοφονώντας τον Ντίκι Γκρήνλιφ.

Αναρωτιέται κανείς μήπως ο Ρίπλεϋ αποτελεί το σώμα μερικών ανύπαρκτων ή μισοϋπαρκτών οντοτήτων, όχι απαραίτητα ανθρώπινων ή εξωανθρώπινων αλλά κάτι ενδιάμεσο, μια και συντίθεται από μια απότομα σταματημένη καριέρα ζωγράφου, από μια αδύνατον να καινοτομήσει ύπαρξη, κάτι δηλαδή σαν κυβιστής ζωγράφος που ανακαλύπτει τον κυβισμό στους άλλους κι εκεί που ένας άλλος θ' ανακάλυπτε την αγάπη, αυτός εξακολουθεί να εκτελεί το ίδιο μάθημα ζωγραφικής πάνω στην ίδια ακίνητη, μακάβρια Ελοΐζ,σχεδόν ανύπαρκτη στην Τέχνη όσο και ο φόβος του μήπως το μοντέλο κινηθεί κάπως απότομα απ' το ποζάρισμά του.

Κι ενόσω σκέφτομαι αυτά, ο Τομ, που δεν έχει χρόνο παρά μόνο για τις τριανταφυλλιές, για τα ψώνια του στη Βιλπέρς και για τη ζωγραφική του, νιώθω ότι ο χρόνος του τελειώνει σύντομα, καθώς θα κληθεί να βάλει τέλος σ' αυτή τη ζωή τής οιονεί συνταξιοδότησης και να θέσει σε κίνηση τον μηχανισμό εκείνο που του επιτρέπει να υπάρχει πάνω σ' αυτή τη γη.

Η τελική εντύπωση παραμένει ίδια: η Πατρίτσια Χάισμιθ, παρότι έπλασε έναν χαρακτήρα εργαλειακό, δηλ. ένα μοντέλο ικανό να γίνει τη βοηθεία των αναγνωστών ένα ανθρώπινο εγώ, δεν θέλει ο ήρωάς της να συνεχιστεί στο δικό μας, γνωστό και ψηλαφητό σύμπαν. Η επεισοδιακή λέξη ΤΕΛΟΣ, που μόνο στα κινηματογραφικά έργα, στα μυθιστορήματα αγωνίας και ίσως στα νεκροταφεία αποκτάει τη δική της αμετάδοτη ειλικρίνεια, σφραγίζει και τη δράση του Τομ Ρίπλεϋ και το μυθιστόρημα.

Αραγε σαν να έχει τελειώσει το χαρτί ή σαν να έχει κουμπωθεί το κοστούμι αυτού του νευρασθενικού, περίσσιου σύμπαντος για να μετακινηθεί αλλού; Μαντέψτέ το.

Αλλωστε, όπως λένε πολλοί, η κουκουβάγια, το πουλί της σοφίας, πετάει πάντα τη νύχτα.

ΠΗΓΗ:http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=49088


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου