Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Πατρίτσια Χάισμιθ -Ανάμεσα στον Νίτσε και στον Ντοστογιέφσκι" - Ίκαρος Μπαμπασάκης.



ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΠΟΥ ΑΝΗΓΑΓΕ ΣΕ ΥΨΗΛΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ.


Λάτρευε τις γάτες, ήταν ικανή να μαγειρέψει γι’ αυτές λαγό με κρέμα γάλακτος και η ίδια να αρκεστεί σε λίγο φιστικοβούτυρο. Αγαπούσε τους κήπους και φρόντιζε τις τριανταφυλλιές της, αλλά όταν της έφερναν πολυτελείς ανθοδέσμες, έχωνε τα λουλούδια σ’ έναν κουβά.

Άκουγε μετά μανίας Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, αλλά της ήταν ανυπόφορος ο Σιμπέλιους. Κάποιοι έλεγαν ότι ήταν σφιχτοχέρα, κι όμως ήταν τόσο γενναιόδωρη ώστε μπορούσε να δωρίσει 8000 δολάρια σ’ έναν φίλο. Έπινε βότκα, ουίσκι και μπίρα από το πρωί, κι όμως ποτέ κανείς δεν την είδε μεθυσμένη, και μάλιστα η ίδια απεχθανόταν τους μπεκρήδες.

Έγραψε μυθιστορήματα με περίτεχνη, μπαρόκ πλοκή, ωστόσο οι απλές, αυθεντικές απολαύσεις κέρδιζαν την καρδιά της, το ξεπέταγμα του σπόρου αβοκάντο, η ξυλουργική, το ξύπνημα χωρίς ξυπνητήρι, η μυρωδιά των παλιών βιβλίων, η σιωπή, η μοναξιά.

Ήταν μελαγχολική, την τυραννούσε η κατάθλιψη, μολοντούτο γελούσε δυνατά και ανεξέλεγκτα, το γέλιο της, σύμφωνα με κάμποσες μαρτυρίες, ήταν ξελαρύγγιασμα, κορνάρισμα, χαχανητό, φρούμασμα, ξεσπούσε από το βάθος του στομαχιού της.


Έγραψε, ίσως συγκλονιστικότερα από κάθε άλλον, για φονικά, για εγκλήματα κτηνώδη, για ανήκουστες βαναυσότητες, ψυχικές και σωματικές, μα όταν ήταν ερωτευμένη συνέθετε τρυφερά και συγκινητικά ποιήματα. Γεννήθηκε στο Τέξας, αλλά έζησε και δημιούργησε εκπατρισμένη, στην Αγγλία, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία.


Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα βιβλία της πουλούσαν ελάχιστα, 4000 αντίτυπα, τίποτα σχεδόν, ενώ στην Ευρώπη ήσαν μεγάλες επιτυχίες και αναγνωρίζονταν ως σπουδαία έργα τέχνης. Την έλεγαν Πατρίτσια Χάισμιθ, και ήταν μια από τις μεγαλύτερες συγγραφείς του 20ού αιώνα!

Η Μαίρη Πατρίτσια Χάισμιθ γεννήθηκε στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας, τριάντα μίλια δυτικά του Ντάλας, στις 19 Ιανουαρίου του 1921. Μοιραζόταν την ημέρα των γενεθλίων της με τον αγαπημένο της συγγραφέα και το αγαπημένο της ιστορικό πρόσωπο: τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον αρχιστράτηγο των Νοτίων Ρόμπερτ Ε. Λη.

Ήταν θυγατέρα της Μαίρης Κόουτς και του Τζέι Μπέρναρντ Πλάγκμαν, ο οποίος χώρισε με τη μητέρα της ύστερα από μόλις 18 μήνες σχέσης. Το επώνυμό της το πήρε από τον πατριό της, τον διάσημο φωτογράφο και καλλιτέχνη Στάνλεϊ Χάισμιθ.

Λίγο έλειψε να μη δει ποτέ το φως, μιας και ο Πλάγκμαν είχε πείσει την Κόουτς να προσπαθήσει να ξεφορτωθεί το έμβρυο πίνοντας νέφτι! Μεγάλωσε μέσα στο διχασμό: από τη μια η ορμή της ζωής, από την άλλη το ένστικτο του θανάτου.

Ευτυχώς, επικράτησε η ζωή, ταυτισμένη ήδη από τα πρώτα της σκιρτήματα με τη δημιουργικότητα, την ανάγκη της έκφρασης, τη διαλεύκανση των μυστηρίων της ύπαρξης, την ατέρμονη αναζήτηση για το ιδανικό.

Λούστηκε τόσο στα νάματα της τέχνης, της αγάπης, του έρωτα και του πάθους ώστε έφτασε να πει ότι δεν είναι παρά μια αντανάκλαση στα μάτια εκείνων που την αγαπούν, ότι κάθε της βιβλίο είναι ένας διάλογος με τον εαυτό της και θα συνέχιζε πάντα να γράφει ακόμα κι αν δεν εκδιδόταν κανένα της έργο, και ότι πάνω απ’ όλα απεχθάνεται την αυτοκτονία.

Έπλασε τον Τομ Ρίπλεϊ, έναν από τους πιο γοητευτικούς ψυχοπαθείς του περασμένου αιώνα, και έφτασε σε σημείο σχεδόν απόλυτης ταύτισης μαζί του, λέγοντας κατά καιρούς ότι είναι το alter ego της, όπως περίπου ο Γουσταύος Φλωμπέρ έλεγε «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ».

Ο Ρίπλεϊ παραμένει ασύλληπτος, παρόλα τα εγκλήματά του, και στα πέντε μυθιστορήματα στα οποία πρωταγωνιστεί, λατρεύει τα πιο φίνα πράγματα της ζωής, είναι πολυτάλαντος, παίζει Μπαχ (τις εξαίσιες Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ) και Σκαρλάτι στο τσέμπαλο, διαβάζει Σίλλερ και Μολιέρο, επαίρεται για τη συλλογή έργων τέχνης που διατηρεί, με πίνακες του Βαν Γκογκ και του Μαγκρίτ, με σχέδια του Πικάσο και του Κοκτώ, συγκινείται μέχρι δακρύων όταν αντικρίζει τον τάφο του ποιητή Τζον Κητς, και μολαταύτα απολαμβάνει ιδιαίτερα τον γδούπο του σώματος όταν πέφτει στον φρεσκοσκαμμένο τάφο!

Η Χάισμιθ άρχισε να γράφει από μικρή, στην προσπάθειά της να φωτίσει τις λεπτομέρειες που μένουν κρυμμένες στη σκιά της βίας, να αναλύσει την «από χιλιάδες φωνές παραφωνία» που ήταν η αμερικανική κοινωνία, να διερευνήσει όπως έλεγε το «στράγγισμα της ψυχής».

Όταν τα κορίτσια της ηλικίας της διάβαζαν παραμύθια, η Πατρίτσια είχε παθιαστεί με το βιβλίο Η Ανθρώπινη Ψυχή, του δόκτορα Καρλ Μένιντζερ, μια λεπτομερή έκθεση της λεγόμενης «αποκλίνουσας συμπεριφοράς, όπως η κλεπτομανία, η σχιζοφρένεια, η πυρομανία.

Η τόσο πρώιμη μελέτη ενός τέτοιου πονήματος γέννησε την ισόβια πίστη της Χάισμιθ ότι πίσω από το αξιοσέβαστο προσωπείο ενός ανθρώπου βρίσκεται ένα μπερδεμένο κουβάρι αντιφάσεων και διεστραμμένων επιθυμιών, μια ψυχολογική δύναμη που φτάνει στην παραφορά, που χλευάζει την κανονικότητα, που παραβιάζει όρια και ανατρέπει τα τρέχοντα κριτήρια, κάτι που θέλγει κάθε συγγραφέα και τον ωθεί σε δημιουργικές εξερευνήσεις των άδυτων και μύχιων του νου και της ψυχής.

Αντιμέτωπη θαρραλέα με την άβυσσο και το αίνιγμα, η Χάισμιθ έκανε μότο της μια φράση από την ομιλία που εκφώνησε στην ορκωμοσία του ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, το 1933: «Το μόνο που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο ίδιος ο φόβος», φράση που ηχογραφεί στο μαγνητόφωνο-ημερολόγιό του ο Τομ Ρίπλεϊ ως δική του.

Η Πατρίτσια θα σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο Κολέγιο Μπάρναρντ της Νέας Υόρκης, αλλά τα τέσσερα χρόνια που έμεινε εκεί, καίτοι άριστη φοιτήτρια, καταπιάστηκε κυρίως με τα δικά της διαβάσματα, περιπλανώμενη με ενθουσιασμό ανάμεσα στην Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου του Μαρσέλ Προυστ και την Οδύσσεια του Όμηρου, τον Φάουστ του Γκαίτε και τον Τυφώνα του Τζόζεφ Κόνραντ, τα Άνθη του Κακού του Μπωντλαίρ και τον Άμλετ του Σαίξπηρ.

Και μόνο η σκέψη ότι ήταν περικυκλωμένη από βιβλία, της προκαλούσε ένα αισθησιακό ρίγος. Αλλά δεν ήταν μονάχα οι τυπωμένες σελίδες που της προκαλούσαν αισθησιακό ρίγος. Ήταν και οι ξανθές συμφοιτήτριές της. Η Πατρίτσια συνειδητοποίησε από νωρίς ότι ο έρωτας, πνευματικός και σαρκικός, θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη ζωή της.

Και μάλιστα ο έρωτας για τις λευκόσαρκες, ανοιχτόχρωμες και ανοιχτόμυαλες δεσποινίδες. Η Βιρτζίνια, η Λυν, η Κάθρην, η Μονίκ, η Ρόζαλιντ, η Λιλ, η Κλοέ, η Ταμπέα, η Αλλέλα, η Έλεν, η Ανν, η Μαίρη, η Νταίζη, η Μάριον, μια ανθοδέσμη από εύοσμα ονόματα, μια γιρλάντα από θέλγητρα που αναστάτωναν την Πατρίτσια, που την έκαναν να παραφέρεται, να δίνεται με μιαν έκρηξη ανιδιοτελούς αυθορμητισμού, να ξανανιώνει, να τυραννιέται, να εμπνέεται, να μεταμφιέζει τις ηλικίες, να γράφει, να αμφισβητεί κάθε σύμβαση, ν’ αφήνει πίσω της «μια σειρά από άστρωτα κρεβάτια».

Η Χάισμιθ θα εργαστεί ως σεναριογράφος σε κόμικς, θα γράψει το τόσο πρώιμο αριστούργημα Ξένοι στο τρένο που θα ενθουσιάσει τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος θα το μεταφέρει αριστοτεχνικά στη μεγάλη οθόνη, θα αποκτήσει την πρώτη της γάτα, θα διαβάσει Κάφκα και Σαρτρ, θα αναγορεύσει τον Ντοστογιέφσκι σε δάσκαλό της, θα κάνει ψυχανάλυση, θα συνάψει σχέση με τον Ρολφ Τίτγκενς, έναν ομοφυλόφιλο φωτογράφο στον οποίο οφείλουμε μερικά έξοχα πορτρέτα της, θα φύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα εγκατασταθεί στη Γαλλία, θα γράψει συγκλονιστικά μυθιστορήματα, πάντα στην παλιά της γραφομηχανή, μια Olympia, πάντα καπνίζοντας απανωτά Gauloises, πάντα πίνοντας απανωτά ουίσκι, πάντα με κεντρικό θέμα τη ρευστή φύση της ταυτότητας, τη διαλεκτική του φαινομενικού και του πραγματικού, τον πόθο του ανέφικτου, τη συναισθηματική καταπίεση και τις ολέθριες επιπτώσεις της, το αίνιγμα της συνειδητότητας, του εαυτού, της μοίρας.

«Είναι αλήθεια», θα πει, «καταλαβαίνω τους τρελούς, τους διεστραμμένους και τους σαλούς. Δεν καταλαβαίνω τους συνηθισμένους ανθρώπους. Τις νοικοκυρές. Ίσως γιατί κι εγώ δεν είμαι απόλυτα κανονική! Έχω κι εγώ μια κλίση προς το έγκλημα. Νιώθω μια λανθάνουσα συμπάθεια για όσους αψηφούν το νόμο, γιατί συνειδητοποιώ πόσο πολύ τον καταφρονώ».

Φρονεί ότι μονάχα μέσα από το προσωπικό χάος, την αποτυχία και την ταπείνωση μπορεί να έρθει στο φως η αλήθεια και ο πραγματικός χαρακτήρας κάθε ανθρώπου, και ότι η ερμηνεία της ελαστικής ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν είναι επιστήμη αλλά τέχνη.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η Χάισμιθ θα ταξιδέψει στην Αυστρία και, εν συνεχεία, συνοδευόμενη από μιαν ερωμένη της, στην Ελλάδα. «Τα Χριστούγεννα θα με βρουν πιθανότατα να πίνω ούζο αντί για egg nog», γράφει σε μια φίλη της. Περνάει την Πρωτοχρονιά στο Ναύπλιο, πλέει προς το Ηράκλειο, κρατάει σημειώσεις συνεχώς, πληροφορείται με συντριβή ότι ένας μεγάλος έρωτάς της, η πανέμορφη αριστοκράτισσα Κάθρην Κοέν αυτοκτονεί παίρνοντας υπερβολική δόση βαρβιτουρικών, καταφεύγει στο θάλπος της γραφής, συνθέτει ένα από τα καλύτερα βιβλία της, τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου, η πλοκή του οποίου ξετυλίγεται στην Αθήνα και την Κρήτη, και αποσπά το Βραβείο του Ασημένιου Στιλέτου της Ένωσης Αστυνομικών Συγγραφέων της Αγγλίας. Έκτοτε θα χρησιμοποιεί πάντα το στιλέτο για να ανοίγει την αλληλογραφία της!

Η Χάισμιθ θα αντιμετωπίζει το γράψιμο σαν μια διαδικασία μυστικιστική, ένα είδος λύτρωσης και διεύρυνσης των ορίων, θα δηλώσει ότι ο σκοπός της δεν είναι μήτε η δόξα μήτε τα χρήματα αλλά κάποιο είδος αφηρημένης υπεροχής, θα αισθανθεί απλώς ότι έχει μια καλή παρέα ανάμεσα στους συγγραφείς που θαύμαζε, και σε μια συνέντευξή της θα πει ότι η έμπνευση της έρχεται «από τον αέρα», ότι οι ιδέες της έρχονταν σαν τα πουλιά απ’ την άκρη του ορίζοντα και ότι η πρόκληση γι’ αυτήν είναι να προσπαθήσει να δει από πιο κοντά αυτά τα φευγαλέα πλάσματα. Η λατρεία της για τη μουσική φτάνει στο ζενίθ όταν ανακαλύπτει ξανά και ξανά το μεγαλείο του Μότσαρτ, του μουσουργού στον οποίο κατέφευγε όταν την κυρίευε η απόγνωση. «Με την υποστήριξη του Μότσαρτ», θα πει, «μπορώ να αντιμετωπίσω ακόμα και λιοντάρια».

Δυναμική και ανυποχώρητη, πείσμων και γαντζωμένη από τις ηδονές, γράφει το 1967 ότι ανυπομονεί να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή «αν και είμαι ήδη σαράντα έξι ετών». Και όντως, θα αρχίσει να ζει με ανανεωμένο πάθος, στη γαλλική ύπαιθρο και στο Παρίσι, στην Τυνησία και τη Φλωρεντία, στο Λονδίνο και στη Ρώμη.

Θα γράψει το Χωρίς Ενοχές, το καλύτερό της μυθιστόρημα σύμφωνα με τον Γκράχαμ Γκρην, θα ξελογιάσει την Μαντλήν Χάρμσγουορθ, μια 26χρονη δημοσιογράφο και θα ανταλλάσσουν φλογερές επιστολές, ενώ παράλληλα θα γράφει ερωτικά ποιήματα για την παριζιάνα Ζακλίν, και θα κάνει τατουάζ στο εσωτερικό του καρπού της το ελληνικό γράμμα Φ, λέγοντας ότι συμβολίζει τα αρχικά της (P και H).

Και, μ’ όλο που στις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει μια περιθωριακή συγγραφέας, στην Ευρώπη το έργο της θεωρείται βαρυσήμαντο, όχι απλώς μια ακόμα συμβολή στην αστυνομική λογοτεχνία αλλά ένα πολύπτυχο σχόλιο στην αίσθηση ότι η ζωή δεν έχει πια νόημα, στη λαμπερή και ολέθρια διάλεκτο της τηλεόρασης που μας μαθαίνει να προσευχόμαστε σε θεούς που δεν επιθυμούμε, στο φόβο ότι οι φίλοι χάνονται τόσο γρήγορα όσο ο αφρός του απορρυπαντικού, στην απώλεια της πίστης στην φροντίδα και την περίθαλψη του συνανθρώπου.

Το 1977, ο Βιμ Βέντερς θα κινηματογραφήσει τον Αμερικανό Φίλο, μια πολυσυζητημένη διασκευή του μυθιστορήματος της Χάισμιθ Το Παιχνίδι του Ρίπλεϊ, με τον Ντένις Χόππερ και τον Μπρούνο Γκαντς, θα γνωρίσει έτσι τη συγγραφέα, θα πει ότι ήταν απίστευτα ευγενική και παρατηρητική, ότι η απόλυτη εντιμότητα ήταν ο μόνος τρόπος να σταθείς απέναντί της, ότι προσπαθούσε συνεχώς να είναι αόρατη, όπως ακριβώς ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ, και ότι η μοναξιά την κύκλωνε σαν φωτοστέφανο.

Αρχικά, η ταινία δεν άρεσε στη Χάισμιθ, πράγμα που πλήγωσε τον Γερμανό σκηνοθέτη, όταν όμως την είδε δεύτερη φορά άλλαξε γνώμη και έστειλε στον Βέντερς μιαν επιδοκιμαστική επιστολή. Αυτός, φανατικός αναγνώστης αστυνομικών μυθιστορημάτων και λάτρης της Χάισμιθ, κορνιζάρισε την επιστολή και την κρέμασε στο γραφείο του!

Η ταινία του Βέντερς θα κάνει γνωστό το έργο της Χάισμιθ σε ένα ευρύτερο, μα πάντα εκλεκτικό κοινό. Ο Ρίπλεϊ έγινε μια cult μορφή, και η δημιουργός του άρχισε να χαιρετίζεται ως μείζων συγγραφέας. Εφημερίδες όπως η Liberation δημοσίευαν συνεντεύξεις της.

Εκεί είπε ότι γράφει για να εξορκίσει το συναίσθημα, για να διασκεδάσει τον εαυτό της, αλλά και γιατί την κατείχε ένα αληθινό πάθος για το γράψιμο. «Ανταμοιβή της τέχνης δεν είναι η δόξα ή η επιτυχία, αλλά η μέθη», φρόντισε να δηλώσει.

Το 1991, η Χάισμιθ έφτασε να είναι υποψήφια για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο πήρε εντέλει η Ναντίν Γκόντιμερ. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια τα πέρασε ανάμεσα σε φίλους και ερωμένες, στην κατοικία της στην Ελβετία, φροντίζοντας τους καλεσμένους της με τον ιδιότυπό της τρόπο – ήταν φριχτή μαγείρισσα, καίτοι επέμενε πάντα να πειραματίζεται με περίπλοκες γαστρονομικές συνταγές, πρόσφερε στους άλλους πανάκριβο εκλεκτό ουίσκι ενώ η ίδια έπινε ένα φτηνό, έκανε δηλώσεις κατά του Ρήγκαν, του Μπους (πατρός) και της «αποκρουστικής άσκησης υποκρισίας», όπως χαρακτήριζε την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, Στο τέλος δεν έτρωγε παρά μονάχα φιστικοβούτυρο, και ζούσε σχεδόν αποκλειστικά με μπίρα, και δεν έπαψε ούτε μέρα να στρώνεται στο γραφείο της, το οποίο είχε στήσει στο υπνοδωμάτιό της και να γράφει.

Η γυναίκα που επανεφηύρε το αστυνομικό μυθιστόρημα, ανάγοντάς το σε υψηλή τέχνη, η γυναίκα που λάτρεψε τις γυναίκες, η γυναίκα που εξασφάλισε, σύμφωνα με τους πιο έγκυρους μελετητές, μια θέση ανάμεσα στον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι για την ταραχώδη ηθική αβεβαιότητα που διαποτίζει τα μυθιστορήματά της, αυτή που χρίστηκε ως «η καλύτερη εκπατρισμένη συγγραφέας της Αμερικής από την εποχή του Χένρι Τζέιμς», άφησε την τελευταία της πνοή πριν από μια δεκαετία ακριβώς, στις 4 Φεβρουαρίου του 1995.


Ας πιούμε ένα ποτήρι στη μνήμη της, επαναλαμβάνοντας τα λόγια ενός όμορφου ποιήματος που έγραψε η ίδια το 1979:


«Κάντε μια πρόποση για όλους αυτούς/ που έχουνε σθένος, που αισιοδοξούν!/ Ποτήρι υψώστε για τους τολμηρούς!/ Τη δάφνη δώστε σ’ όσους προχωρούν!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου