Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Άλκη Ζέη




Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925, αλλά έζησε τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο. Ασχολήθηκε με το γράψιμο από μικρή. Όταν ήταν μαθήτρια γυμνασίου, άρχισε να γράφει έργα για το κουκλοθέατρο. Ένας από τους χαρακτήρες που δημιούργησε, ο Κλούβιος, έγινε μετέπειτα ένας από τους κυριότερους ήρωες του κουκλοθεάτρου Αθηνών "Μπάρμπα Μυτούσης".

Αργότερα, συνέχισε το γράψιμο, δημοσιεύοντας σειρά διηγημάτων της στο περιοδικό "Νεανική Φωνή", ένα περιοδικό για νέους που είχε ως συντακτική επιτροπή τον Μάριο Πλωρίτη, τον Τάσο Λιγνάδη, τον Κωστή Σκαλιώρα.

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1963 με το μυθιστόρημα Το καπλάνι της βιτρίνας, το οποίο αποτελεί σταθμό στην παιδική μας λογοτεχνία γιατί μυεί για πρώτη φορά τον ανήλικο αναγνώστη στον πολιτικό προβληματισμό. Πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα που αφορά στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Το 1971 γράφει τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου, αυτή τη φορά για την κατοχή και την απελευθέρωση. Το σημαντικό στα ιστορικά της μυθιστορήματα είναι ότι δεν αποτελούν μια απλή καταγραφή ιστορικών γεγονότων αλλά είναι ζυμωμένα με τα αυτοβιογραφικά βιώματα των ηρώων της.

Μαζί με τη Ζωρζ Σαρρή, με την οποία γνωρίζονταν από τα σχολικά τους χρόνια, καθιέρωσε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, τόσο από την άποψη του ζωντανού, αυτοβιογραφικού ύφους όσο και της εισαγωγής του πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού στοιχείου στο είδος.


Η Άλκη Ζέη ανήκει στην πρωτοπορία των συγγραφέων που τα βιβλία τους έφεραν μια ανανεωτική πνοή στη λογοτεχνία για παιδιά. Τα θέματα των βιβλίων της, που συχνά τα εμπνέεται από προσωπικά της βιώματα, είναι πανανθρώπινα. Θέματα που όπως λέει και η ίδια 'έχουν συγκλονίσει τη χώρα μας και δεν τα λέμε ποτέ στα σχολεία'.

Και λέει πάντα την αλήθεια, χρησιμοποιώντας συχνά την αυθόρμητη γλώσσα των παιδιών.
Αυτό το πνεύμα διακρίνει το πρώτο της βιβλίο, 'Το καπλάνι της βιτρίνας', ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αποτελεί σταθμό στην παιδική λογοτεχνία. Η ιστορία του εκτυλίσσεται το 1936, τη χρονιά που στην Ελλάδα εγκαθίσταται δικτατορία.

Η ζωή για την οκτάχρονη Μέλια, την αφηγήτρια της ιστορίας κυλάει ανέμελα με τις καθημερινές μικροχαρές και λύπες. Όμως ξαφνικά όλα γύρω της αλλάζουν. Οι προβληματισμοί και οι απορίες της, περνούν μέσα από τα γεγονότα όπως μας τα αφηγείται η ίδια με τη δροσιά και την αφέλεια της ηλικίας της, αλλά και με χιούμορ και ευθυκρισία. Γιατί η Άλκη Ζέη, παρά τη διεργασία του χρόνου, έχει διατηρήσει τις παιδικές της μνήμες και μπορεί να κοιτάζει τον κόσμο με τα έκθαμβα μάτια ενός παιδιού.

Ιστορικό είναι και το βιβλίο της 'Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου'. Αναφέρεται στον πόλεμο του '40 και φτάνει ως τις μέρες της απελευθέρωσης. Όλη αυτή η εποχή, ανείπωτη στη σκληρότητα της, ζωντανεύει μέσα από τις εμπειρίες που αποκτά ο Πέτρος από τα 9 ως τα 14 του χρόνια στους δρόμους της Αθήνας.

Η φρίκη της εποχής δίνεται μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, με λεπτό χιούμορ και κριτική διάθεση, συχνά μέσα από αστείες καταστάσεις που αμβλύνουν την τραγικότητα της ατμόσφαιρας. Και τα δυο αυτά βιβλία, που σήμερα κυκλοφορούν σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στην Ιαπωνία, έγιναν δεκτά με εγκωμιαστικές κριτικές.

Επισημάνθηκε η βαθιά γνώση της παιδικής ηλικίας, οι λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις, η ποιότητα του λόγου, το ενδιαφέρον και η συγκίνηση που μπορούν να προκαλέσουν τα πανανθρώπινα θέματα τους σε αναγνώστες κάθε ηλικίας. Οι απόψεις αυτές χαρακτηρίζουν όλη τη λογοτεχνική δημιουργία της συγγραφέως, καθώς όλα της τα βιβλία διακρίνονται για τη σύγχρονη θεματική τους και για τη ζωντανή ατμόσφαιρα που δημιουργεί το ανεπιτήδευτο ύφος της.

Το βιβλίο της για μεγάλους, 'Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα', θα' λέγε κάποιος πως είναι η ίδια η φωνή της Άλκης Ζέη. Η ηρωίδα της σ' ένα μεταίχμιο της ζωής της, ανασύρει τις μνήμες της και πετράδι το πετράδι, συνθέτει το ψηφιδωτό της τριακονταετίας. Ο λόγος της κυλάει χωρίς πικρία, χωρίς μεταμέλεια, με ζεστασιά, με μια τρυφερή θα λέγαμε φροντίδα, για να μη γυμνώσει το παρελθόν, τη ζωή της και τη ζωή την ίδια.

Βιβλίο για μεγάλους είναι και η 'Δωδέκατη Γιαγιά'. Ένα βιβλίο που αναφέρεται σε ανθρώπους που πέρασαν σα φίλοι από τη ζωή της, με χαρακτηριστικές σκηνές μνήμης και αγάπης.

Η Άλκη Ζέη συγκαταλέγεται σήμερα στους πιο γνωστούς και πολυδιαβασμένους συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας στο διεθνή χώρο. Τα βιβλία της, 'Το καπλάνι της βιτρίνας', 'Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου' και το 'Κοντά στις Ράγες', έχουν τιμηθεί με το βραβείο MILDRED L. BATCHELDER, που δίνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε χρόνο στο καλύτερο μεταφρασμένο ξένο παιδικό βιβλίο.

Στην Ελλάδα το 1993 το βιβλίο της 'Θέατρο για παιδιά' τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου, ενώ στη Γαλλία το 1994, μια ομάδα επίλεκτων κριτικών κατέταξε το βιβλίο της "Το καπλάνι της βιτρίνας' ανάμεσα στα 136 καλύτερα βιβλία των τελευταίων 20 χρόνων σ' όλον τον κόσμο.

Εργογραφία

Το καπλάνι της βιτρίνας, Αθήνα, Θεμέλιο, 1966. Αθήνα, Κέδρος, 1993. (Έκδοση μ΄ ) Σελ. 184. ISBN: 960-040-007-5.

Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, Αθήνα, Κέδρος 1971. (Έκδοση λα΄) Σελ. 264. ISBN: 960-04-0069-5.

Κοντά στις ράγες, Αθήνα, Κέδρος, 1974 (Έκδοση κζ΄ ) Σελ. 240, ISBN: 960-040-008-3.

Αρβυλάκια και γόβες, Αθήνα, Κέδρος 1975. (Έκδοση ια΄) Σελ. 104, ISBN: 960-04-0536-0.

Ο θείος Πλάτων, Αθήνα, Κέδρος, 1975 (Έκδοση κ΄ ) Σελ. 144 ISBN: 960-04-0148-9.

Μια Κυριακή του Απρίλη, Αθήνα, Κέδρος, 1978. (Έκδοση ε΄) Σελ. 46. ISBN: 960-04-0272-8
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Αθήνα, Κέδρος, 1987. Σελ. 350. ISBN: 960-04-180-2

Θέατρο για παιδιά (Ο Κεραμιδοτρέχαλος / Ματίας ο πρώτος), Αθήνα, Κέδρος, 1992, Σελ. 144, ISBN: 960-04-0642-1.

Η Μωβ ομπρέλα, Αθήνα, Κέδρος, 1995. Σελ. 264. ISBN: 960-04-1038-0.

Νεανική Φωνή, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996. ISBN: 960-031-686-4.

Η Αλίκη στην χώρα των μαρμάρων, Αθήνα, Κέδρος, 1997. ISBN:960-041-238-3

Η δωδέκατη γιαγιά και άλλα…., Αθήνα, Καστανιώτης, 2000. Σελ. 122. ISBN: 960-032-935-4.

Μεταφράσεις βιβλίων της:

Στα Αγγλικά:

Alice in marbleland. Athens, Kedros, 1997. 40pp. ISBN: 960-04-1380-0

Achilles' fiancee. [tr.by]: Gail Holst-Warhaft, Athens, Kedros, 1992. 374p. ISBN: 960-04-0480-1

The sound of the dragon's feet.[tr.by]: Edward Fenton. New York, E.P. Dutton, 1979. 116p. ISBN: 0-525-39712-4

Petros' war. [tr.by]: Edward Fenton. London, Victor Gollancz, 1972.
236p. ISBN: 0-575-01563-2

Petros' war [tr.by]: Edward Fenton. New York, E.P. Dutton & Co, 1972.
236p. ISBN: 0-525-36962-7

Wildcat under glass. [tr.by]: Edward Fenton. New York, Dell Publishing Co, 1975. 175p.

Wildcat under glass.[tr.by]: Edward Fenton. London: Victor Gollancz, 1969.
177p.

Wildcat under glass. [tr.by]: Edward Fenton. New York, Holt, Rinehart and Winston, 1968. 177p.

Στα Γαλλικά:

La fiance d' Achille: roman. [tr.by]: Gisele Jeanperin. Paris: La Decouverte, 1989. 300p.

Un dimanche d' Avril. [tr. by]: Gisele Jeanperin. Paris: Editions du Sorbier, 1984. 43p.

La guerre de Petros. [tr.by]: Gisele Jeanperin. Paris: Editions du Sorbier, 1984. 43p.

La guerre de Petros. [tr.by]: Gisele Jeanperin. Paris: Editions G.P., 1976.
219p. ISBN: 2-261-00148-7

Oncle Platon [tr.by]: Gisele Jeanperin. Paris: Mesidor/ La Fanandole, 1989. 134p.

La tigre dans la vitrine [tr.by]: Gisele Jeanperin. Paris: La Fanandole, 1973. 245p.

Στα Καταλάνικα:

Un diumenge d' Abril. [tr.by]: Empar Espinilla. Barcelona, Aliorna, 1987. 43pp. ISBN: 84-7713-077-9.

La guerra de Petros. [tr.by]: Anna Maria Casassas i Ymbert. Barcelona, Empuries, 1991. 242p. ISBN: 84-7596-291-2

El tigre de la vitrina. [tr.by]: Anna-Maria Casassas. Barcelona, Empuries, 1988. 174p. ISBN: 84-7596-142-8.

Στα Αρμένικα:

Petros iI det po gorodu: povest. Erevan: Sovetakan Groh, 1979. 200pp.

Στα Δανέζικα:

Petros' krig. [tr.by]: Lene Gullov. Copenhagen: Munksgaard, 1986.
155pp. ISBN: 87-16-09886-2

Vildkat i glasbur. [tr.by]: Franz Berliner. Copenhagen, Gyldendal, 1970.
144p. ISBN: 87-0001501-6

Achilleas' forlovede [tr.by]: Birgit Olsen. Kobenhavn: Forlaget Tiden, 1990. 343p. ISBN: 87-579-0433-2

Στα Φινλανδικά

Tama on sotaa Petros. [tr.by]: Marikki Makkonen. Helsinki, Werner Soderstrom Osakeyhtio, 1973. 183p. ISBN: 951-0-05910-2

Vilikissa katsoo lasin takaa. [tr.by]: Marikki Makkonen. Helsinki, Werner Soderstrom Osakeyhtio, 1972. 159p. ISBN: 951-0-00380-8

Στα Νορβηγικά:

Petros og krigen. [tr.by]: Jo Orjasaeter. Oslo: Gyldendal, 1974. 179p.
ISBN: 82-05-06439-3

Villkatt viser klor. [tr.by]: Odd Winger. Oslo: Gyldendal, 1970. 162p.

Drommen om frihet [tr.by]: Bjarte Kaldhol. Oslo, Gyldendal Norsk Forlag, 1982. 148pp. ISBN: 82-05-13941-5.

Στα Ρώσικα:

Petros idet po gorodu: povest. [tr.by]: N.M. Podzemskaja. Moskva: Detskaja Literatura, 1974.191p.

Nas brat Nikos: povest. [tr.by]: N. Podzemskoi. Moskva: Detskaja Literatura, 1969. 175p.

Στα Ισπανικά:

La guerra de Petros. [tr.by]: Clara James. Barcelona: Fontanela, 1984.186p. ISBN: 84-244-0532-3

El tigre en la vitrina. [tr.by]: Clara James. Barcelona: Empuries / Paidos, 1990.
167p. ISBN: 84-7596-190-8

Et tigre en la vitrina. [tr.by]: Clara James. La Habana: Gente Nueva, 1985.
156p.

El tigre en la vitrina. [tr.by]: Clara James. Caracas: Monte Avila, 1977. 180p.

Στα Αλβανικά:

Tigri i vitrines: roman per femije. [tr.by]: Llambro Ruci. Tirane: Naim Frasheri, 1986.160p.

Tigri i vitrines: roman. [tr.by]: Llambro Ruci. Tirane: Naim Frasheri, 1986. 158p.

In Euskera:

Tigrea Kristal atzean. [tr.by]: Patxi Zubizarreta. Donostia: Elkar, 1991. 175p. ISBN: 84-7917-015-8

Στα Βουλγάρικα:

Tigret ot vitrinata: roman [tr.by]: Dimiter Kitsevski. Sofija: Izdatelstvo Otetsestvo, 1984. 126p.

Στα Εσθονικά:

Panter klaas vitriinis. [tr.by] : Astrid Kurismaa. Tallinn : Eesti Raamat, 1967. 141p.

Στα Ουγγρικά:

Α vitrin tigrise. [tr.by]: Arpad Papp. Budapest: Mora Ferenc, 1979.
182p. ISBN: 963-11-1842-8

Στα Πορτογαλικά:

O tigre na vitrina. [tr.by]: Antonio Pescala. Lisboa: Caminho, 1989.
157p. ISBN: 972-21-0417-9

Στα Σουηδικά:

Niko och vildkatten. [tr.by]: Lena Fries-Gedin. Stockholm: Raben & Sjogren, 1970. 147p.

Στα Γαλλικά:

Le tigre dans la vitrine. [tr.by]: Gisele Jeanperin. Paris: Syros, 1996.
240p.

Le tigre dans la vitrine. [tr.by]: Gisele Jeanperin. Paris: Scandeditions / La Farandole, 1994. 203p. ISBN: 2-209-06854-1

Le tigre dans la vitrine [tr.by]: Gisele Jeanperin. Paris: Messidor / La Farandole, 1973. 245p. ISBN: 2-7047-0029-X

Στα Γερμανικά :

Die verlobte des Achilles. [te.by]: Birgit Hildebrand. Koln (Germany): Romiosini, 1991. 327p. ISBN: 3-923728-51-4.

Ο Μεγάλος περίπατος του Πέτρου
Mit dreizehn ein Mann.[tr.by]: Thomas Nicolaou. Berlin: Der Kinderbuchverlag, 1977. 195p.

Το καπλάνι της βιτρίνας
Der Kinder von Lamagari. [tr.by]: Irmgard Tschich. Berlin: Lothar Blanvalet, 1972. 150p. ISBN: 3-7645-7931-5

Το καπλάνι της βιτρίνας
Wildkatze unter Glas. [tr.by]: Thomas Nicolau. Berlin: Der Kinderbuchverlag AG, 1972.188p.

Στα Ιταλικά:

La fidanzata di Achille: romanzo. [tr.by]: Lucia Marcheselli Loukas. Milano, Crocetti, 1998. 242p. ISBN: 88-8306-002-4

Vicino ai binari: infanzia in Lituania. [tr.by]: Maria Gabriella Marinelli. Torino, Petrini, 1996. 243p.

La storia di Petros. [tr.by]: Francesca Cavattoni. Milano, Mondadori, 1991.
223p. ISBN:88-04-34481-4.

La tigre in vetrina [tr.by]: Marisa Lorenzi Aboaf. Torino, Einaudi, 1978.
179p.

La tigre in vetrina: Letture per la scuola media. [tr.by]: Maria Aboaf. Torino, Einaudi, 1989. 211p.

Στα Τουρκικά:

Asil'in Nisanlisi. [tr.by]: Kriton Dincmen. Istanbul: Iletisim, 1997.
335p. ISBN: 975-470-617-4

Vitrindeki Kaplan: cencler icin roman. [tr.by]: Niki Stavridi. Istanbul: Boyut, 1989. 136p. ISBN: 975-508-012-0

Mεταφράσεις

Jose Mauro de Vasconcelos, Mon pe de laranja. Αθήνα, Κέδρος, 1978. ISBN: 960-040-357-0

Edita Morris, Haw Keeping, Hope Fine. Αθήνα, Θεμέλιο, 1966.

Μaria Gripe, Nattpappan. Αθήνα, Κέδρος, 1984.

Rodari Gianni, L' omino della prioggia e altre storie. Αθήνα, Δελφίνι, 1993. ISBN: 960-309-221-5.

Rodari Gianni, Le storie dello zio Barba. Αθήνα, Δελφίνι, 1993.
Rodari Gianni, Il gato parlante e altre storie. Αθήνα, Δελφίνι, 1993. ISBN: 960-309-102-2

Rodari Gianni, Le aventure di Tonino l' invisible.

Rodari Gianni, Η κυριακάτικη μύτη και άλλα παραμύθια

Βικτωρ Νεκρασωρ Β Akorikax Σταλινγκραντα. Αθήνα, Θεμέλιο 1966.

Βέρα Πάνοβα, Σεριόζα. Αθήνα, Θεμέλιο, 1966, 1982.

Νίνα Κοστερίνα, Ντνεβνυκ Νίνας Κοστερίνας. Αθήνα, Θεμέλιο, 1965

Τζινγκιζ Αιτμάτοφ, Τζαμίλια, Αθήνα, Θεμέλιο, 1966. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος ΣΙ, 1987. ISBN: 960-208-151-1

Κατίνα Παξινού(1900 – 1973)



Η Κατίνα Παξινού υπήρξε η πρώτη ελληνίδα ηθοποιός που κατάφερε να σταθεί στο Χόλιγουντ και μάλιστα με δικούς της όρους, να διαπρέψει θεατρικά και κινηματογραφικά στην Ευρώπη, να ξεχωρίσει ως τραγωδός παγκοσμίου βεληνεκούς.

Γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1900 στον Πειραιά. Σπούδασε στο Ωδείο της Γενεύης, καθώς και σε σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης. Πρωτοεμφανίστηκε στη Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ως ηθοποιός του λυρικού θεάτρου, στην όπερα «Αδελφή Βεατρίκη» του Δημήτρη Μητρόπουλου.

Το 1928, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο πρόζας ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ «Γυμνή Γυναίκα». Το 1931, προσχωρεί μαζί με τον Αλέξη Μινωτή, στον Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, που παρουσιάζει σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως: «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο' Νιλ, «Ο Πατέρας του Αυγούστου» του Στρίντμπεργκ, «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχωφ.

Από το 1932 έως το 1940, εμφανίζεται στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει ρόλους που την καταξιώνουν ως κορυφαία ηθοποιό της ελληνικής σκηνής. Με τη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου θα εμφανιστεί στο Λονδίνο, τη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο, ερμηνεύοντας το ρόλο της Ηλέκτρας στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, την Γερτρούδη στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, την Κυρία Άλβινγκ στους «Βρικόλακες» του Ίψεν.

Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται στις ΗΠΑ, όπου εμφανίζεται στο θέατρο Μπρόντγουεϊ και ερμηνεύει σπουδαίους ρόλους στον κινηματογράφο, με τους οποίους κερδίζει τη διεθνή αναγνώριση.

Το 1950 επιστρέφει στην Ελλάδα και εμφανίζεται πάλι μαζί με τον Αλέξη Μινωτή στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με το οποίο περιοδεύει στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ξαναπαίζει στη Νέα Υόρκη στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, έργο που επαναλαμβάνει στην Αθήνα στο Θέατρο Κοτοπούλη.

Μετά το 1957, εμφανίζεται μόνιμα στη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας έργα του αρχαίου Θεάτρου και του σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου. Ανάμεσα σ' αυτά, η «Εκάβη», η «Μήδεια», οι «Φοίνισσες» και οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, «Η επίσκεψις της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, «Το Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο' Νιλ, «Η τρελή του Σαγιό» του Ζαν Ζιροντού, ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ.

Το 1968 η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής, συγκροτούν θίασο που εμφανίζεται στο Θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης, και στο Θέατρο «Διάνα» της οδού Ιπποκράτους.

Στο «Σινεάκ», το κινηματοθέατρο που αργότερα θα μετονομαστεί άστηκε σε «Θέατρο Παξινού», παίζει στα έργα «Η Ήρα και το παγώνι» του Σον Ο' Κέιζι, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρρά, οι «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα, ενώ την περίοδο 1971 - 1972 ερμηνεύει στο Θέατρο «Πάνθεον», την τελευταία μεγάλη επιτυχία της, ως «Μάνα Κουράγιο» στο ομώνυμο έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ.

Στις κινηματογραφικές επιλογές της υπήρξε εκλεκτική, εξ ου και οι μόλις 11 ταινίες της. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τον Όρσον Ουέλς («Ο κύριος Αρκάντον», 1955), τον Λουκίνο Βισκόντι («Ο Ρόκο και τ' αδέλφια του», 1960) και φυσικά τον Σαμ Γουντ της «Καμπάνας», όπου έπαιξε τη δυναμική αντάρτισσα του ισπανικού εμφυλίου που μπορούσε να προβλέπει το μέλλον.

Για την ερμηνεία της στο έργο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», της απενεμήθη το 1944 το βραβείο Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου, ενώ το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτώ στο Φεστιβάλ Μπιάριτς για την ερμηνεία της στην ταινία «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».

Εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο Θέατρο και τον κινηματογράφο, η Κατίνα Παξινού έκανε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο' Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη το 1933 και σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή το 1952.

Παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α' και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλλα Ντ' Εστέ».

Πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου του 1973.

Βέρα Ζαβιτσιάνου (1927-09/2008)




Η Βέρα Ζαβιτσιάνου στο «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», την τελευταία της παράσταση


Η Β.Ζαβιτσάνου γεννήθηκε το 1927 στο Παλαιό Φάληρο. Δεν ξεκίνησε από το θέατρο, αλλά από το τραγούδι. Τραγουδούσαν μαζί με την αδελφή της -σώζεται μάλιστα δίσκος όπου τραγουδούσε μαζί με τη Μαίρη Λω.

Η Βέρα Ζαβιτσιάνου σπούδασε θέατρο στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης και το 1954 εμφανίστηκε στον πρώτο της ρόλο στο έργο του Θίο Ουάϊλντερ «Με τα δόντια».

Έως το 1958 θα παίξει στο «Θέατρο Τέχνης» μια σειρά ρόλων σε σπουδαία έργα, πολλά από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα: «Κεκλεισμένων των θυρών», «Ματωμένος γάμος» και «Περλιμπλίν και Μπελίσα» του Λόρκα, «Αρκούδα», «Επέτειος» και «Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ, «Χαιρετισμούς από την Μπέρτα», «Τριαντάφυλλο στο στήθος» και «Καλοκαίρι και καταχνιά» του Τενεσί Ουίλιαμς, «Αγριόπαπια», «Δωδέκατη νύχτα» του Σαίξπηρ, «Στάση λεωφορείου», «Λίβινγκ ρουμ», «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη, «Ο Καλός άνθρωπος του Σετσουάν».

Από το 1963 περνάει στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει νέα σειρά αξέχαστων ρόλων.

Στη διάρκεια 40 χρόνων εμφανίστηκε σε πολλούς ρόλους του κλασικού θεάτρου. Ολοκλήρωσε την καριέρα της με το «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο΄ Νιλ.

Υπήρξε συνθιασάρχης του Αλέκου Αλεξανδράκη και του Αγγελου Αντωνόπουλου, ενώ εμφανιζόταν για πολλά χρόνια και στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη. Εμφανίστηκε στην τηλεόραση μία μόνο φορά στον ομώνυμο ρόλο της «Κυρίας Κούλας» βασισμένο στο διήγημα του Μ. Κουμανταρέα.

http://www.in.gr

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Άννα Καλουτά




Την τελευταία της πνοή άφησε το Σάββατο 17 Απριλίου, σε ηλικία 92 ετών η ηθοποιός, πρωταγωνίστρια και θιασάρχης, Άννα Καλουτά.


Η ηθοποιός, που γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Σεπτεμβρίου του 1918, αποφοίτησε από την Ιόνιο Σχολή Θηλέων και έκανε σπουδές πιάνου. Η Άννα Καλουτά αφοσιώθηκε στο θέατρο, ενώ ασχολήθηκε με τη χορογραφία, τη σκηνοθεσία και την καλλιτεχνική διεύθυνση.

Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία τεσσάρων ετών, σε ένα έργο πρόζας, που ανέβηκε από το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Μαζί με την αδελφή της Μαρία δημιούργησαν τα περίφημα "Καλουτάκια". Έχει συμμετάσχει σε επιθεωρήσεις και σε οπερέτες όπως: "Γλυκειά Νανά", "Διαβολόπαιδο", "Βαφτιστικός" , "Μοντέρνα κορίτσια" κ.ά. του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, "Γυναίκα του δρόμου", "Απάχηδες των Αθηνών", "Οι πειρατές" κ.ά. του Νίκου Χατζηαποστόλου, στη "Νυχτερίδα" του Γιόχαν Στράους, σε μουσικές κωμωδίες: "Μ΄ αγαπά δεν μ΄ αγαπά" των Γιανουκάκη - Ριτσιάρδη, σε ηθογραφίες όπως "Το Φυντανάκι" του Χορν, σε πρόζα "Το πανηγύρι" του Χορν, σε κωμειδύλλια: "Αγαπητικός της βοσκοπούλας", "Γκόλφω", "Μαρία Πενταγιώτισσα" και άλλα πολλά.

Επί 15 χρόνια έκανε περιοδείες στην Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, Αφρική και Ν. Ζηλανδία, ενώ εμφανίστηκε στη "Salle de Gaveau" στο Παρίσι 1950, στο "Κάρνεγκυ Χωλ" στη Νέα Υόρκη το 1954, στο "Palace Theatre" στο Λονδίνο 1968 κ.α.

Παράλληλα, εμφανίστηκε σε 14 ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες, ενώ με την αδερφή της Μαρία ηχογράφησαν πολλούς δίσκους στην Ελλάδα και το εξωτερικό ("Μ΄ αγαπά δεν μ΄ αγαπά", "Γερακίνα", "Οι κερασιές", "Η βροχή", "Βεμ - Βεμ").

Η Άννα Καλουτά εμφανίστηκε και σε πολλές τηλεοπτικές σειρές. Υπήρξε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και έχει τιμηθεί με πολλά διπλώματα ελληνικών πρεσβειών για τις περιοδείες της.

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Σαν σήμερα (15/4/1990)Πέθανε η Γκρέτα Γκάρμπο






Το πραγματικό όνομα της Γκρέτα Γκάρμπο ήταν Γκρέτα Λοβίσα Γκούσταφσον (Greta Lovisa Gustafsson). Γεννήθηκε στις 18/9/1905 στην Στοκχόλμη της Σουηδίας και πέθανε στις 15/4/1990, στη Νέα Υόρκη

Διάσημη ηθοποιός του κινηματογράφου κατά τη διάρκεια της εποχής του Βωβού κινηματογράφου και μέρους της Χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες αλλά και πιο μυστηριώδεις σταρ της Metro-Goldwyn-Mayer αλλά και του Χόλιγουντ γενικότερα.

Έλαβε ένα Τιμητικό Όσκαρ το 1954 "για τις αξέχαστες κινηματογραφικές της ερμηνείες" αλλά δεν παρευρέθηκε στην τελετή για να το παραλάβει.

Σε όλη της τη ζωή δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν υπέγραφε αυτόγραφα, δεν παρακολουθούσε κοινωνικές εκδηλώσεις και δεν απαντούσε στην αλληλογραφία των θαυμαστών της. Σήμερα το όνομά της έχει σχετιστεί με την περίφημη ατάκα της από το Γκραντ Οτέλ: "Θέλω να είμαι μόνη" (I want to be alone), που το είχε πει με πολύ βαριά προφορά αντικαθιστώντας το w (ου) με έναν ήχο v (β), όπως είναι στα Σουηδικά.

Παρόλ' αυτά η Γκάρμπο αργότερα σχολίασε, "Δεν είπα ποτε, "Θέλω να είμαι μόνη". Είπα μόνο πως "Θέλω να με αφήσουν ήσυχη" (I want to be let alone). Αυτή είναι όλη η διαφορά"

Οι κυριότερες ταινίες της:


* Άννα Κρίστι (1930) - Υποψήφια για Όσκαρ
Ρομάντζο (1930) - Υποψήφια για Όσκαρ
* Μάτα Χάρι (1931)
* Γκραντ Οτέλ (1932)
* Βασίλισσα Χριστίνα (1933)
* Το βαμμένο πέπλο (1934)
* Άννα Καρένινα (1935)
* Η κυρία με τις καμέλιες (1936) - Υποψήφια για Όσκαρ
Νινότσκα (1939) - Υποψήφια για Όσκαρ
Διπρόσωπη γυναίκα (1941) - Η τελευταία της ταινία


http://www.tovima.gr

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Καλλιρόη Σιγανού - Παρέν-Η ΚΡΗΤΙΚΙΑ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ.


Καλλιρόη Σιγανού - Παρέν, η μεγάλη Ρεθυμνιώτισα

Η ΚΡΗΤΙΚΙΑ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Βρισκόμαστε στο τέλος του 19ου αιώνα, μια μεταβατική εποχή που διαπλάθει ένα νέο γυναικείο τύπο. Η Καλλιρόη Παρέν δεν θα διστάσει να πρωτοπορήσει και να γίνει πολλές φορές στόχος ειρωνείας και αντιδράσεων.

Σιγά - σιγά όμως θα δει να την ακολουθούν πιστά πολλές γυναίκες και τους στόχους της «επανάστασής» τους να προσεγγίζονται. Η Καλλιρόη Παρέν, γυναίκα με επαναστατική ιδιοσυγκρασία και διαυγέστατη διάνοια, δεν διοχέτευσε τις ικανότητές της αυτές σε επαναστάσεις και αιματηρούς πολέμους. Δόθηκε ολόψυχα στην ιδέα της γυναικείας εξύψωσης και στο πόλεμο για να μπορέσει να σταθεί η γυναίκα σαν ίση απέναντι στο «ισχυρό φύλο».

Έτος 1861 η Καλλιρόη Σιγανού γεννιέται στα Πλατάνια Αμαρίου. Θα μεγαλώσει σε μια ταραγμένη περίοδο που χαρακτηρίζεται από τη συνεχή λαχτάρα των κατοίκων του νησιού για απελευθέρωση.

Το 1866 γίνεται το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου και το 1867 οι γονείς της Καλλιρόης έρχονται στην Αθήνα όπου εκείνη φοιτά στο σχολείο Σουμερλή καθώς και στη Γαλλική σχολή Καλογραιών ενώ το 1878 παίρνει και το πτυχίο του Αρσακείου. Οι επιδόσεις της στα γράμματα είναι τέτοιες που τον ίδιο χρόνο καλείται από την Ελληνική κοινότητα της Οδησσού για να διευθύνει το παρθεναγωγείο της.

Πράγματι η τολμηρή αλλά και προοδευτική γυναίκα τολμά και φεύγει για να υπηρετήσει για δύο χρόνια στη μακρινή πόλη. Γυρίζοντας παντρεύεται τον Ιωάννη Παρέν, από Γάλλο πατέρα και Αγγλίδα μητέρα, ιδρυτή του «Αθηναϊκού πρακτορείου». Σε λίγα χρόνια το ξενικό όνομα της θα ακουστεί παντού. Αιτία: οι ενέργειες της που χαρακτηρίζονται ως πρωτοποριακές και καινοτομικές.

Πρώτη η Καλλιρόη Παρέν τολμά και «εισάγει» στη χώρα μας φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούν γυναίκες και κυβερνήσεις σε διάφορα Δυτικά κράτη.

Το 1888 ιδρύει την πρώτη γυναικεία εφημερίδα, την εβδομαδιαία «Εφημερίδα των Κυριών» που την εκδίδει με γυναικεία αποκλειστικά συνεργασία ως το 1918 όταν εξορίζεται στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα.

Η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια είναι επίσης και η πρώτη Ελληνίδα δημοσιογράφος και εκδότης, αλλά και η πρώτη Ελληνίδα που συμμετέχει σε διεθνή συνέδρια: στο Παρίσι το 1889, το 1891, στο Α’ Β’ και Γ’ « Διεθνές συνέδριο των γυναικείων έργων και ιδρυμάτων», ενώ το 1893 αντιπροσώπευσε την Ελλάδα και τις Ελληνίδες και στο Διεθνές συνέδριο του Σικάγου. Καρπός των εντυπώσεων της από το συνέδριο αυτό είναι η «Ένωσις υπέρ της χειραφετήσεως της γυναικός» που ίδρυσε όταν επέστρεψε.

Παράλληλα, δεν σταματά να ιδρύει και να συγκροτεί ποικίλα φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά γυναικεία σωματεία που κάποια από αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν και να εξελίσσονται έως και σήμερα.

Το 1880 ιδρύει τη «Σχολή της Κυριακής των άπορων γυναικών και κορασίων του Λαού» όπου μορφωμένες κυρίες διδάσκουν ανάγνωση, γραφή και λίγη αριθμητική σε αγράμματες γυναίκες και κορίτσια.

Το 1875 ιδρύει επίσης το «Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης», το 1896 το «Άσυλον των Ανιάτων» καθώς και την «Ένωσιν των Ελληνίδων». Η ένωση αυτή χωρίζεται σε ένα τμήμα εκπαιδευτικό, ένα τμήμα οικοκυρικής και επαγγελματικής σχολής, ένα τμήμα χηρών και ορφανών πολέμου καθώς επίσης και ένα τμήμα οικοκυρικής και επαγγελματικής σχολής, το οποίο διευθύνεται από την ίδια. Το 1900, όταν το σωματείο διαλύθηκε, το οικοκυρικό αυτό τμήμα έχει τον τίτλο «Οικοκυρική και επαγγελματική Ένωσις Ελληνίδων».

Το 1912, μετέχει στον «Πατριωτικό σύνδεσμο» που ιδρύει η τότε πριγκίπισσα Σοφία, τον ίδιο σύνδεσμο που αργότερα ονομάζεται «Πατριωτικό ίδρυμα» και αναλαμβάνει τη γραμματεία του, ενώ το 1911 ιδρύει ένα από τα μεγαλύτερα και λαμπρότερα ανάλογα σωματεία της χώρας μας, το «Λύκειο των Ελληνίδων».

Η δράση του Λυκείου συνεχίζεται έως σήμερα, τόσο στην προσπάθεια διατήρησης των ελληνικών ηθών, εθίμων και παραδόσεων, όσο στην συμβολή με διαλέξεις και μαθήματα στην εξύψωση της Ελληνίδας γυναίκας, που υπήρξε και το πρώτιστο μέλημα της Καλλιρόης Παρέν.

Υποβάλλει αίτηση στο Χαρίλαο Τρικούπη για την αναγνώριση της γυναικείας υπόστασης από το νόμο και συγκεντρώνει υπογραφές γυναικών για την παροχή – επιτέλους - ψήφου στη γυναίκα. Μετά από συνεχή διαβήματα της στη κυβέρνηση Δεληγιάννη καταφέρνει τελικά το 1897 και γίνονται δεκτές γυναίκες στο Πανεπιστήμιο και στο Πολυτεχνείο, ενώ πάλι κατόπιν δικών της ενεργειών διορίζεται και η πρώτη γυναίκα γιατρός (κ.Ανθή Βασιλειάδη) στις γυναικείες φυλακές.

Το 1900, ξανά κατόπιν έκκλησης δικής της στη κυβέρνηση, πετυχαίνει τη προστασία της παιδικής ηλικίας, τη μείωση των εργάσιμων ωρών στα εργαστήρια ραπτικής και την κατάργηση της νυχτερινής εργασίας.

Στο ζήτημα της γυναικείας ψήφου επανέρχεται το 1921, οπότε η υπόθεση βρίσκει κατανόηση και συμπαθή υποδοχή από τη κυβέρνηση και ο τότε πρωθυπουργός μιλά με ενθουσιασμό για το ζήτημα ενός τέτοιου πολιτικού δικαιώματος.

Η Παρέν χειρίζεται επίσης άριστα και τη πένα της που χρησιμοποιεί σαν όπλο για το σκοπό της. Ο λόγος της λυγίζει τις αντιδράσεις, ωριμάζει τις συνειδήσεις, προλειάνει τις αλλαγές των μέχρι τότε δεδομένων, και φωτίζει τις προθέσεις της. Η επαναστάτρια γυναίκα, δεν είπε μόνο, έκανε προπάντων…

Έως τις 15 Ιανουαρίου του 1940, όταν απεβίωσε, τιμημένη με το χρυσό σταυρό του Σωτήρος, η Καλλιρόη Παρέν δεν απαρνήθηκε ποτέ τις χαρές του φύλου της, στον αγώνα για τη χειραφέτηση. Κατάφερε να ξεπεράσει το παρόν, να δείξει ένα αδιανόητο για τις έως τότε προκαταλήψεις μέλλον, και να δείξει στην κοινωνία τη γυναικεία αξία ανοίγοντάς με ακροβατικές υπερβάσεις το δρόμο για την ισότητα.


Πηγή:"από τις ΣΤΙΓΜΕΣ, το Κρητικό περιοδικό" με σύνδεση στο http://stigmes.gr

Συμπληρώνονται 100 χρόνια για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας!

Clara Zetkin
της Μαριλένας Γιαννούλη

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τότε που η Γερμανίδα σοσιαλίστρια Clara Zetkin πρότεινε, κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Διεθνούς Διάσκεψης των Σοσιαλιστριών στην Κοπεγχάγη, την καθιέρωση της 8ης του Μάρτη ως Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας. Αυτή την ημερομηνία όρισε και ο Ο.Η.Ε., το 1977, ως Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τη Διεθνή Ειρήνη: Στη μνήμη των υφαντριών της Νέας Υόρκης, που όταν ξεσηκώθηκαν στις 8 του Μάρτη του 1857 και ξεχύθηκαν στους δρόμους διεκδικώντας λιγότερο απάνθρωπες συνθήκες εργασίας βρέθηκαν αντιμέτωπες με την ωμή αστυνομική βία!

Εκατό χρόνια αργότερα - έχοντας για τα καλά αλλάξει αιώνα - και κάποιες γυναίκες βρίσκονται πάντα αντιμέτωπες με τη βία κάθε μορφής, με κυριότερη αυτή της σεξουαλικής εκμετάλλευσης! Μικρά κορίτσια είναι τα πιο συχνά και εύκολα θύματα σωματικής και οικονομικής κακοποίησης.

Εκατό επιπλέον χρόνια μοναξιάς για κάποια θηλυκού γένους πλάσματα, που είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε περιοχές όπως οι φτωχές χώρες της Αφρικής ή της Ασίας.

Εκατό χρόνια επιπλέον μοναξιάς για κάποιες γυναίκες που η μοίρα τους έταξε να βρεθούν μακριά από κάθε πρόσβαση πολιτισμού, είτε αυτός ορίζεται με μέτρο την κάλυψη των στοιχειωδών βιολογικών αναγκών, είτε έχει να κάνει με βασικές και αυτονόητες αρχές σεβασμού στην ανθρώπινη υπόστασή τους.

Εκατό επιπλέον χρόνια μοναξιάς για την οικονομική (λαθρο)μετανάστρια, που βρίσκεται να κάνει πιάτσα στις κακόφημες γειτονιές του κόσμου και να σερβίρει το ποτό και το κορμί της στα χαμαιτυπεία κάθε μορφής, που συνηθίσαμε να τα λέμε μπαρ, στο χάος της παντελούς κατάρρευσης των ηθών μας!

Εκατό επιπλέον χρόνια μοναξιάς για όλα αυτά τα όντα, που τα αντιπροσώπευσε μια Λυσιστράτη ή τα ξεσήκωσαν οι ασπροντυμένες υφάντρες της Νέας Υόρκης, που η διαδήλωσή τους πνίγηκε στο αίμα...

Να γιατί εμείς οι γυναίκες σήμερα δεν γιορτάζουμε αλλά αγωνιζόμαστε διεκδικώντας την άρση κάθε μορφής αλλοτρίωσης σε βάρος κάθε καταπιεσμένου στον κόσμο ετούτο!

http://www.neaepohi.gr

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Βαλάκου, Αντιγόνη Ηθοποιός.
















Βαλάκου, Αντιγόνη

Ηθοποιός


Σπουδές: Δραματική Σχολή Βασίλη Ρώτα. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1949 στο έργο Νυφιάτικο τραγούδι του Νότη Περιγιάλη δίπλα στον Αιμίλιο Βεάκη. Συνεργάστηκε με το Εθνικό θέατρο, το ΚΘΒΕ και με πολλούς ιδιωτικούς θιάσους.

Επίσης, το 1958, συγκρότησε δικό της θίασο. Έπαιξε σε περισσότερα από 120 έργα του κλασικού και σύγχρονου δραματολογίου (Σαίξπηρ, Σίλλερ, Ίψεν, Τσέχωφ, Σω, Λόρκα, Ζιρωντού, Ουίλλιαμς, Μπρεχτ, Ντύρρενμαντ, Μπέκετ, Ζενέ κ.ά.).

Στην ωριμότητά της προτείνει έναν προσωπικό τρόπο ερμηνείας σε έργα του Αρχαίου Δράματος και ανανεώνει το παραδοσιακό ύφος, ερμηνεύοντας μεγάλους ρόλους όπως: 'Ηλέκτρα', 'Αντιγόνη', 'Ιοκάστη' ('Οιδίποδας Τύραννος' και 'Φοίνισσες'), 'Εκάβη', 'Αγαύη', 'Ιφιγένεια εν Ταύροις', 'Μήδεια' κ.ά. Πολλές είναι και οι συμμετοχές της στο ραδιόφωνο καθώς επίσης και στον κινηματογράφο.

Πατρίτσια Χάισμιθ -Ανάμεσα στον Νίτσε και στον Ντοστογιέφσκι" - Ίκαρος Μπαμπασάκης.



ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΠΟΥ ΑΝΗΓΑΓΕ ΣΕ ΥΨΗΛΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ.


Λάτρευε τις γάτες, ήταν ικανή να μαγειρέψει γι’ αυτές λαγό με κρέμα γάλακτος και η ίδια να αρκεστεί σε λίγο φιστικοβούτυρο. Αγαπούσε τους κήπους και φρόντιζε τις τριανταφυλλιές της, αλλά όταν της έφερναν πολυτελείς ανθοδέσμες, έχωνε τα λουλούδια σ’ έναν κουβά.

Άκουγε μετά μανίας Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, αλλά της ήταν ανυπόφορος ο Σιμπέλιους. Κάποιοι έλεγαν ότι ήταν σφιχτοχέρα, κι όμως ήταν τόσο γενναιόδωρη ώστε μπορούσε να δωρίσει 8000 δολάρια σ’ έναν φίλο. Έπινε βότκα, ουίσκι και μπίρα από το πρωί, κι όμως ποτέ κανείς δεν την είδε μεθυσμένη, και μάλιστα η ίδια απεχθανόταν τους μπεκρήδες.

Έγραψε μυθιστορήματα με περίτεχνη, μπαρόκ πλοκή, ωστόσο οι απλές, αυθεντικές απολαύσεις κέρδιζαν την καρδιά της, το ξεπέταγμα του σπόρου αβοκάντο, η ξυλουργική, το ξύπνημα χωρίς ξυπνητήρι, η μυρωδιά των παλιών βιβλίων, η σιωπή, η μοναξιά.

Ήταν μελαγχολική, την τυραννούσε η κατάθλιψη, μολοντούτο γελούσε δυνατά και ανεξέλεγκτα, το γέλιο της, σύμφωνα με κάμποσες μαρτυρίες, ήταν ξελαρύγγιασμα, κορνάρισμα, χαχανητό, φρούμασμα, ξεσπούσε από το βάθος του στομαχιού της.


Έγραψε, ίσως συγκλονιστικότερα από κάθε άλλον, για φονικά, για εγκλήματα κτηνώδη, για ανήκουστες βαναυσότητες, ψυχικές και σωματικές, μα όταν ήταν ερωτευμένη συνέθετε τρυφερά και συγκινητικά ποιήματα. Γεννήθηκε στο Τέξας, αλλά έζησε και δημιούργησε εκπατρισμένη, στην Αγγλία, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία.


Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα βιβλία της πουλούσαν ελάχιστα, 4000 αντίτυπα, τίποτα σχεδόν, ενώ στην Ευρώπη ήσαν μεγάλες επιτυχίες και αναγνωρίζονταν ως σπουδαία έργα τέχνης. Την έλεγαν Πατρίτσια Χάισμιθ, και ήταν μια από τις μεγαλύτερες συγγραφείς του 20ού αιώνα!

Η Μαίρη Πατρίτσια Χάισμιθ γεννήθηκε στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας, τριάντα μίλια δυτικά του Ντάλας, στις 19 Ιανουαρίου του 1921. Μοιραζόταν την ημέρα των γενεθλίων της με τον αγαπημένο της συγγραφέα και το αγαπημένο της ιστορικό πρόσωπο: τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον αρχιστράτηγο των Νοτίων Ρόμπερτ Ε. Λη.

Ήταν θυγατέρα της Μαίρης Κόουτς και του Τζέι Μπέρναρντ Πλάγκμαν, ο οποίος χώρισε με τη μητέρα της ύστερα από μόλις 18 μήνες σχέσης. Το επώνυμό της το πήρε από τον πατριό της, τον διάσημο φωτογράφο και καλλιτέχνη Στάνλεϊ Χάισμιθ.

Λίγο έλειψε να μη δει ποτέ το φως, μιας και ο Πλάγκμαν είχε πείσει την Κόουτς να προσπαθήσει να ξεφορτωθεί το έμβρυο πίνοντας νέφτι! Μεγάλωσε μέσα στο διχασμό: από τη μια η ορμή της ζωής, από την άλλη το ένστικτο του θανάτου.

Ευτυχώς, επικράτησε η ζωή, ταυτισμένη ήδη από τα πρώτα της σκιρτήματα με τη δημιουργικότητα, την ανάγκη της έκφρασης, τη διαλεύκανση των μυστηρίων της ύπαρξης, την ατέρμονη αναζήτηση για το ιδανικό.

Λούστηκε τόσο στα νάματα της τέχνης, της αγάπης, του έρωτα και του πάθους ώστε έφτασε να πει ότι δεν είναι παρά μια αντανάκλαση στα μάτια εκείνων που την αγαπούν, ότι κάθε της βιβλίο είναι ένας διάλογος με τον εαυτό της και θα συνέχιζε πάντα να γράφει ακόμα κι αν δεν εκδιδόταν κανένα της έργο, και ότι πάνω απ’ όλα απεχθάνεται την αυτοκτονία.

Έπλασε τον Τομ Ρίπλεϊ, έναν από τους πιο γοητευτικούς ψυχοπαθείς του περασμένου αιώνα, και έφτασε σε σημείο σχεδόν απόλυτης ταύτισης μαζί του, λέγοντας κατά καιρούς ότι είναι το alter ego της, όπως περίπου ο Γουσταύος Φλωμπέρ έλεγε «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ».

Ο Ρίπλεϊ παραμένει ασύλληπτος, παρόλα τα εγκλήματά του, και στα πέντε μυθιστορήματα στα οποία πρωταγωνιστεί, λατρεύει τα πιο φίνα πράγματα της ζωής, είναι πολυτάλαντος, παίζει Μπαχ (τις εξαίσιες Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ) και Σκαρλάτι στο τσέμπαλο, διαβάζει Σίλλερ και Μολιέρο, επαίρεται για τη συλλογή έργων τέχνης που διατηρεί, με πίνακες του Βαν Γκογκ και του Μαγκρίτ, με σχέδια του Πικάσο και του Κοκτώ, συγκινείται μέχρι δακρύων όταν αντικρίζει τον τάφο του ποιητή Τζον Κητς, και μολαταύτα απολαμβάνει ιδιαίτερα τον γδούπο του σώματος όταν πέφτει στον φρεσκοσκαμμένο τάφο!

Η Χάισμιθ άρχισε να γράφει από μικρή, στην προσπάθειά της να φωτίσει τις λεπτομέρειες που μένουν κρυμμένες στη σκιά της βίας, να αναλύσει την «από χιλιάδες φωνές παραφωνία» που ήταν η αμερικανική κοινωνία, να διερευνήσει όπως έλεγε το «στράγγισμα της ψυχής».

Όταν τα κορίτσια της ηλικίας της διάβαζαν παραμύθια, η Πατρίτσια είχε παθιαστεί με το βιβλίο Η Ανθρώπινη Ψυχή, του δόκτορα Καρλ Μένιντζερ, μια λεπτομερή έκθεση της λεγόμενης «αποκλίνουσας συμπεριφοράς, όπως η κλεπτομανία, η σχιζοφρένεια, η πυρομανία.

Η τόσο πρώιμη μελέτη ενός τέτοιου πονήματος γέννησε την ισόβια πίστη της Χάισμιθ ότι πίσω από το αξιοσέβαστο προσωπείο ενός ανθρώπου βρίσκεται ένα μπερδεμένο κουβάρι αντιφάσεων και διεστραμμένων επιθυμιών, μια ψυχολογική δύναμη που φτάνει στην παραφορά, που χλευάζει την κανονικότητα, που παραβιάζει όρια και ανατρέπει τα τρέχοντα κριτήρια, κάτι που θέλγει κάθε συγγραφέα και τον ωθεί σε δημιουργικές εξερευνήσεις των άδυτων και μύχιων του νου και της ψυχής.

Αντιμέτωπη θαρραλέα με την άβυσσο και το αίνιγμα, η Χάισμιθ έκανε μότο της μια φράση από την ομιλία που εκφώνησε στην ορκωμοσία του ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, το 1933: «Το μόνο που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο ίδιος ο φόβος», φράση που ηχογραφεί στο μαγνητόφωνο-ημερολόγιό του ο Τομ Ρίπλεϊ ως δική του.

Η Πατρίτσια θα σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο Κολέγιο Μπάρναρντ της Νέας Υόρκης, αλλά τα τέσσερα χρόνια που έμεινε εκεί, καίτοι άριστη φοιτήτρια, καταπιάστηκε κυρίως με τα δικά της διαβάσματα, περιπλανώμενη με ενθουσιασμό ανάμεσα στην Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου του Μαρσέλ Προυστ και την Οδύσσεια του Όμηρου, τον Φάουστ του Γκαίτε και τον Τυφώνα του Τζόζεφ Κόνραντ, τα Άνθη του Κακού του Μπωντλαίρ και τον Άμλετ του Σαίξπηρ.

Και μόνο η σκέψη ότι ήταν περικυκλωμένη από βιβλία, της προκαλούσε ένα αισθησιακό ρίγος. Αλλά δεν ήταν μονάχα οι τυπωμένες σελίδες που της προκαλούσαν αισθησιακό ρίγος. Ήταν και οι ξανθές συμφοιτήτριές της. Η Πατρίτσια συνειδητοποίησε από νωρίς ότι ο έρωτας, πνευματικός και σαρκικός, θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη ζωή της.

Και μάλιστα ο έρωτας για τις λευκόσαρκες, ανοιχτόχρωμες και ανοιχτόμυαλες δεσποινίδες. Η Βιρτζίνια, η Λυν, η Κάθρην, η Μονίκ, η Ρόζαλιντ, η Λιλ, η Κλοέ, η Ταμπέα, η Αλλέλα, η Έλεν, η Ανν, η Μαίρη, η Νταίζη, η Μάριον, μια ανθοδέσμη από εύοσμα ονόματα, μια γιρλάντα από θέλγητρα που αναστάτωναν την Πατρίτσια, που την έκαναν να παραφέρεται, να δίνεται με μιαν έκρηξη ανιδιοτελούς αυθορμητισμού, να ξανανιώνει, να τυραννιέται, να εμπνέεται, να μεταμφιέζει τις ηλικίες, να γράφει, να αμφισβητεί κάθε σύμβαση, ν’ αφήνει πίσω της «μια σειρά από άστρωτα κρεβάτια».

Η Χάισμιθ θα εργαστεί ως σεναριογράφος σε κόμικς, θα γράψει το τόσο πρώιμο αριστούργημα Ξένοι στο τρένο που θα ενθουσιάσει τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος θα το μεταφέρει αριστοτεχνικά στη μεγάλη οθόνη, θα αποκτήσει την πρώτη της γάτα, θα διαβάσει Κάφκα και Σαρτρ, θα αναγορεύσει τον Ντοστογιέφσκι σε δάσκαλό της, θα κάνει ψυχανάλυση, θα συνάψει σχέση με τον Ρολφ Τίτγκενς, έναν ομοφυλόφιλο φωτογράφο στον οποίο οφείλουμε μερικά έξοχα πορτρέτα της, θα φύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα εγκατασταθεί στη Γαλλία, θα γράψει συγκλονιστικά μυθιστορήματα, πάντα στην παλιά της γραφομηχανή, μια Olympia, πάντα καπνίζοντας απανωτά Gauloises, πάντα πίνοντας απανωτά ουίσκι, πάντα με κεντρικό θέμα τη ρευστή φύση της ταυτότητας, τη διαλεκτική του φαινομενικού και του πραγματικού, τον πόθο του ανέφικτου, τη συναισθηματική καταπίεση και τις ολέθριες επιπτώσεις της, το αίνιγμα της συνειδητότητας, του εαυτού, της μοίρας.

«Είναι αλήθεια», θα πει, «καταλαβαίνω τους τρελούς, τους διεστραμμένους και τους σαλούς. Δεν καταλαβαίνω τους συνηθισμένους ανθρώπους. Τις νοικοκυρές. Ίσως γιατί κι εγώ δεν είμαι απόλυτα κανονική! Έχω κι εγώ μια κλίση προς το έγκλημα. Νιώθω μια λανθάνουσα συμπάθεια για όσους αψηφούν το νόμο, γιατί συνειδητοποιώ πόσο πολύ τον καταφρονώ».

Φρονεί ότι μονάχα μέσα από το προσωπικό χάος, την αποτυχία και την ταπείνωση μπορεί να έρθει στο φως η αλήθεια και ο πραγματικός χαρακτήρας κάθε ανθρώπου, και ότι η ερμηνεία της ελαστικής ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν είναι επιστήμη αλλά τέχνη.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η Χάισμιθ θα ταξιδέψει στην Αυστρία και, εν συνεχεία, συνοδευόμενη από μιαν ερωμένη της, στην Ελλάδα. «Τα Χριστούγεννα θα με βρουν πιθανότατα να πίνω ούζο αντί για egg nog», γράφει σε μια φίλη της. Περνάει την Πρωτοχρονιά στο Ναύπλιο, πλέει προς το Ηράκλειο, κρατάει σημειώσεις συνεχώς, πληροφορείται με συντριβή ότι ένας μεγάλος έρωτάς της, η πανέμορφη αριστοκράτισσα Κάθρην Κοέν αυτοκτονεί παίρνοντας υπερβολική δόση βαρβιτουρικών, καταφεύγει στο θάλπος της γραφής, συνθέτει ένα από τα καλύτερα βιβλία της, τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου, η πλοκή του οποίου ξετυλίγεται στην Αθήνα και την Κρήτη, και αποσπά το Βραβείο του Ασημένιου Στιλέτου της Ένωσης Αστυνομικών Συγγραφέων της Αγγλίας. Έκτοτε θα χρησιμοποιεί πάντα το στιλέτο για να ανοίγει την αλληλογραφία της!

Η Χάισμιθ θα αντιμετωπίζει το γράψιμο σαν μια διαδικασία μυστικιστική, ένα είδος λύτρωσης και διεύρυνσης των ορίων, θα δηλώσει ότι ο σκοπός της δεν είναι μήτε η δόξα μήτε τα χρήματα αλλά κάποιο είδος αφηρημένης υπεροχής, θα αισθανθεί απλώς ότι έχει μια καλή παρέα ανάμεσα στους συγγραφείς που θαύμαζε, και σε μια συνέντευξή της θα πει ότι η έμπνευση της έρχεται «από τον αέρα», ότι οι ιδέες της έρχονταν σαν τα πουλιά απ’ την άκρη του ορίζοντα και ότι η πρόκληση γι’ αυτήν είναι να προσπαθήσει να δει από πιο κοντά αυτά τα φευγαλέα πλάσματα. Η λατρεία της για τη μουσική φτάνει στο ζενίθ όταν ανακαλύπτει ξανά και ξανά το μεγαλείο του Μότσαρτ, του μουσουργού στον οποίο κατέφευγε όταν την κυρίευε η απόγνωση. «Με την υποστήριξη του Μότσαρτ», θα πει, «μπορώ να αντιμετωπίσω ακόμα και λιοντάρια».

Δυναμική και ανυποχώρητη, πείσμων και γαντζωμένη από τις ηδονές, γράφει το 1967 ότι ανυπομονεί να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή «αν και είμαι ήδη σαράντα έξι ετών». Και όντως, θα αρχίσει να ζει με ανανεωμένο πάθος, στη γαλλική ύπαιθρο και στο Παρίσι, στην Τυνησία και τη Φλωρεντία, στο Λονδίνο και στη Ρώμη.

Θα γράψει το Χωρίς Ενοχές, το καλύτερό της μυθιστόρημα σύμφωνα με τον Γκράχαμ Γκρην, θα ξελογιάσει την Μαντλήν Χάρμσγουορθ, μια 26χρονη δημοσιογράφο και θα ανταλλάσσουν φλογερές επιστολές, ενώ παράλληλα θα γράφει ερωτικά ποιήματα για την παριζιάνα Ζακλίν, και θα κάνει τατουάζ στο εσωτερικό του καρπού της το ελληνικό γράμμα Φ, λέγοντας ότι συμβολίζει τα αρχικά της (P και H).

Και, μ’ όλο που στις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει μια περιθωριακή συγγραφέας, στην Ευρώπη το έργο της θεωρείται βαρυσήμαντο, όχι απλώς μια ακόμα συμβολή στην αστυνομική λογοτεχνία αλλά ένα πολύπτυχο σχόλιο στην αίσθηση ότι η ζωή δεν έχει πια νόημα, στη λαμπερή και ολέθρια διάλεκτο της τηλεόρασης που μας μαθαίνει να προσευχόμαστε σε θεούς που δεν επιθυμούμε, στο φόβο ότι οι φίλοι χάνονται τόσο γρήγορα όσο ο αφρός του απορρυπαντικού, στην απώλεια της πίστης στην φροντίδα και την περίθαλψη του συνανθρώπου.

Το 1977, ο Βιμ Βέντερς θα κινηματογραφήσει τον Αμερικανό Φίλο, μια πολυσυζητημένη διασκευή του μυθιστορήματος της Χάισμιθ Το Παιχνίδι του Ρίπλεϊ, με τον Ντένις Χόππερ και τον Μπρούνο Γκαντς, θα γνωρίσει έτσι τη συγγραφέα, θα πει ότι ήταν απίστευτα ευγενική και παρατηρητική, ότι η απόλυτη εντιμότητα ήταν ο μόνος τρόπος να σταθείς απέναντί της, ότι προσπαθούσε συνεχώς να είναι αόρατη, όπως ακριβώς ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ, και ότι η μοναξιά την κύκλωνε σαν φωτοστέφανο.

Αρχικά, η ταινία δεν άρεσε στη Χάισμιθ, πράγμα που πλήγωσε τον Γερμανό σκηνοθέτη, όταν όμως την είδε δεύτερη φορά άλλαξε γνώμη και έστειλε στον Βέντερς μιαν επιδοκιμαστική επιστολή. Αυτός, φανατικός αναγνώστης αστυνομικών μυθιστορημάτων και λάτρης της Χάισμιθ, κορνιζάρισε την επιστολή και την κρέμασε στο γραφείο του!

Η ταινία του Βέντερς θα κάνει γνωστό το έργο της Χάισμιθ σε ένα ευρύτερο, μα πάντα εκλεκτικό κοινό. Ο Ρίπλεϊ έγινε μια cult μορφή, και η δημιουργός του άρχισε να χαιρετίζεται ως μείζων συγγραφέας. Εφημερίδες όπως η Liberation δημοσίευαν συνεντεύξεις της.

Εκεί είπε ότι γράφει για να εξορκίσει το συναίσθημα, για να διασκεδάσει τον εαυτό της, αλλά και γιατί την κατείχε ένα αληθινό πάθος για το γράψιμο. «Ανταμοιβή της τέχνης δεν είναι η δόξα ή η επιτυχία, αλλά η μέθη», φρόντισε να δηλώσει.

Το 1991, η Χάισμιθ έφτασε να είναι υποψήφια για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο πήρε εντέλει η Ναντίν Γκόντιμερ. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια τα πέρασε ανάμεσα σε φίλους και ερωμένες, στην κατοικία της στην Ελβετία, φροντίζοντας τους καλεσμένους της με τον ιδιότυπό της τρόπο – ήταν φριχτή μαγείρισσα, καίτοι επέμενε πάντα να πειραματίζεται με περίπλοκες γαστρονομικές συνταγές, πρόσφερε στους άλλους πανάκριβο εκλεκτό ουίσκι ενώ η ίδια έπινε ένα φτηνό, έκανε δηλώσεις κατά του Ρήγκαν, του Μπους (πατρός) και της «αποκρουστικής άσκησης υποκρισίας», όπως χαρακτήριζε την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, Στο τέλος δεν έτρωγε παρά μονάχα φιστικοβούτυρο, και ζούσε σχεδόν αποκλειστικά με μπίρα, και δεν έπαψε ούτε μέρα να στρώνεται στο γραφείο της, το οποίο είχε στήσει στο υπνοδωμάτιό της και να γράφει.

Η γυναίκα που επανεφηύρε το αστυνομικό μυθιστόρημα, ανάγοντάς το σε υψηλή τέχνη, η γυναίκα που λάτρεψε τις γυναίκες, η γυναίκα που εξασφάλισε, σύμφωνα με τους πιο έγκυρους μελετητές, μια θέση ανάμεσα στον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι για την ταραχώδη ηθική αβεβαιότητα που διαποτίζει τα μυθιστορήματά της, αυτή που χρίστηκε ως «η καλύτερη εκπατρισμένη συγγραφέας της Αμερικής από την εποχή του Χένρι Τζέιμς», άφησε την τελευταία της πνοή πριν από μια δεκαετία ακριβώς, στις 4 Φεβρουαρίου του 1995.


Ας πιούμε ένα ποτήρι στη μνήμη της, επαναλαμβάνοντας τα λόγια ενός όμορφου ποιήματος που έγραψε η ίδια το 1979:


«Κάντε μια πρόποση για όλους αυτούς/ που έχουνε σθένος, που αισιοδοξούν!/ Ποτήρι υψώστε για τους τολμηρούς!/ Τη δάφνη δώστε σ’ όσους προχωρούν!»

Πατρίτσια Χάισμιθ, η μοχθηρή κυρία με τις γάτες.

Patricia Highsmith (1921-1995)

Πατρίτσια Χάισμιθ

1.Το παιχνίδι του Ρίπλεϋ

μτφρ.: Ανδρέας Αποστολίδης

εκδόσεις Αγρα, σ. 367, 16 ευρώ

2.Το αγόρι που ακολουθούσε τον Ρίπλεϋ

εκδόσεις Αγρα, σ. 425, 17 ευρώ


α. Δυσθυμία και Νευροπάθεια: η ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου στο μυθιστόρημα αγωνίας


Η Πατρίτσια Χάισμιθ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στο ελληνικό και κατ' επέκταση στο ευρωπαϊκό κοινό,αφού η μετοικεσία της στην Ευρώπη απ' τα τέλη της δεκαετίας του 1950 άλλαξε ριζικά αυτό που λανσαρίστηκε -ιδιαίτερα με τη μεταφορά του βιβλίου της Strangers On a Train από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ στον κινηματογράφο -ως τη γυναικεία εκπρόσωπο του ποιοτικού αστυνομικού μυθιστορήματος.

Αγαπημένη συγγραφέας του είδους που λανθασμένα ονομάστηκε αστυνομικό κοινωνικό μυθιστόρημα, κάτι σαν Λίλιαν Χέλμαν του φεμινιστικού λόγου στην περιοχή της ανδροκρατίας των detective stories, μετρ της πλοκής που σχεδιάζεται από τα πρώτα της βιβλία -μυθιστορήματα και διηγήματα- μ' έναν τρόπο αριστοτεχνικό και βουβό,θεωρήθηκε δικαίως όχι μόνον η βασίλισσα του μαύρου χιούμορ και του σασπένς, αλλά, θα μου επιτρέψετε να πω, η νόμιμη ηγερία αυτού που θα ονόμαζε κανείς με την κλινική λέξη αυτισμός.

Εξηγούμαι: στην αγγλική γλώσσα υπάρχει η λέξη haunted, στοιχειωμένος-ο, που στον εγκέφαλο κάποιου που μεγάλωσε στο ψυχικό και πνευματικό περιβάλλον της αγγλικής γλώσσας, σημαίνει πολύ περισσότερα απ' ό,τι στον εγκέφαλο ενός Ελληνα ή ενός Ιταλού.

Υπάρχει ας πούμε περισσότερο και πιο άγνωστο Σύμπαν σε μια αγγλική σοφίτα, ακόμα κι αν δεν βρίσκεται στα αετώματα ενός εξοχικού σπιτιού ή ενός υπογείου του τυπικού αμερικανικού σπιτιού, απ' ό,τι σ' ένα αθηναϊκό διαμέρισμα,σε μια ισπανική χασιέντα ή σε μια μοσχοβίτικη ντάτσα.

Κι αυτό το περίσσιο ή περιττό και για πολλούς άχρηστο κι επίκδυνο Σύμπαν είναι κατά τη γνώμη μου η πρώτη ύλη για το μυθιστόρημα που μπορεί να ονομασθεί μυθιστόρημα αγωνίας.

Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι το εξοχικό σπίτι του αφηγητή στο Κομπραί του Μαρσέλ Προυστ είναι στοιχειωμένο με κάτι περισσότερο από τη μνήμη, πράγμα που δεν ισχύει βέβαια ούτε για τον πραγματικό πατέρα του μυθιστορήματος αγωνίας, τον Εντγκαρ Αλαν Πόε,ούτε ακόμα και για τον Λιούις Κάρολ ή τον Χένρυ Τζαίημς.

Αν ονομάσουμε λοιπόν αυτή την ιδιαίτερη ανάγνωση του κόσμου ως πολιτισμικό κατάλοιπο του αγγλοσαξονικού κόσμου -άλλοι θα επεκτείνονταν και θα συμπεριελάμβαναν σ' αυτόν ολόκληρη την ιδιόμορφη πνευματική ατμόσφαιρα του προτεσταντισμού-, θα έχουμε μία σωστή αφετηρία για να κινηθούμε σ' αυτόν τον αντιτραγικό, θα έλεγα αντι-ηθικό κόσμο, του ολοκληρωμένου μυθιστορήματος αγωνίας.

Για τον αγγλοσαξονικό κόσμο η παραγωγή του λογοτεχνικού είδους που ονομάσαμε κάπως σχηματικά μυθιστόρημα πλοκής και αγωνίας, αντιμετωπίζεται σαν μια κανονική διαβάθμιση του λογοτεχνικού φαινομένου, σαν ένα επιπρόσθετο είδος που επικάθεται πάνω στον κοινό τόπο του ρεαλιστικά διαρθρωμένου μυθιστορήματος.

Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο, στον οποίο το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει τις ρίζες του στο πολιτικό πρόβλημα των μεγάλων πόλεων, της παρακμής και του εγκλήματος, παίρνοντας πολλές φορές, όπως στον Σιμενόν ή στον Λεμπλάν, την επική μορφή του ηρωισμού,οι αγγλοσαξονικές ρίζες του μυθιστορήματος έκτακτων περιστάσεων είναι περισσότερο περιπεπλεγμένες, αγγίζοντας άλλες φορές τη φανταστική γοτθική παράδοση και τις περισσότερες, το μυθιστόρημα περιπέτειας και ταξιδιωτικών εντυπώσεων.

Πράγματι: στην περίπτωση της Χάισμιθ η κινητικότητα των ηρώων και της πλοκής -τουλάχιστον στα μυθιστορήματα με ήρωα τον Τομ Ρίπλεϋ- είναι συνεχής και απρόσμενη, εντείνοντας το κλίμα αστάθειας και ανησυχίας, όπου το ασύνορο των καταστάσεων διαδέχεται το άχρονο των πράξεων, λες και ο Τομ στο Ποζιτάνο της Νότιας Ιταλίας δεν «εξαφανίζει» μόνο τον Ντίκι Γκρήνλιφ κλέβοντας την ταυτότητα και τη ζωή του, αλλά σβήνοντας την απόσταση Αμερικής και Ιταλίας, φτώχειας και πλούτου, δουλικότητας και κυριαρχίας, γίνεται με τη σειρά του «άλλος» μέσα στο αλλοιωμένο, καινούριο σύμπαν του.

Δεν υπαινίσσομαι ότι η Πατρίτσια Χάισμιθ κατόρθωσε εδώ, με τον χαρακτήρα του Ρίπλεϋ, να πραγματοποιήσει επιτέλους τη νεανική φιλοδοξία της να γράψει ένα σύγχρονο γοτθικό μυθιστόρημα αξιώσεων ούτε ότι τα πέντε μυθιστορήματα με ήρωα τον Τομ εντάσσονται στη μυθοπλασία των ζόμπι ή των βρικολάκων.

Η μοναδική απόδειξη για το «απέθαντο» του Τομ Ρίπλεϋ που έχουμε, είναι αυτή η ικανότητά του, όχι βέβαια να πίνει αίμα ή να συγχέει την αιωνιότητα με την ατέρμονη φυσική ύπαρξη, όπως ένας βρικόλακας, αλλά να ενσαρκώνει την κίβδηλη υπόστασή του κάθε φορά μ' ένα καινούριο ένδυμα, δηλ. του πτώματος που έχει χρόνο να μένει ανέπαφο και σχεδόν αμουμιοποίητο.

β. Από τη μεριά του Ρίπλεϋ

Είκοσι μυθιστορήματα, έξι συλλογές διηγημάτων, δύο ερωτικά μυθιστορήματα, εκ των οποίων το ένα με μια ευτυχή κατάληξη της ομοφυλοφιλικής σχέσης, όπως το Μωρίς του Φόρστερ, σενάρια για τον κινηματογράφο δεν στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν την καταιγιστική καριέρα του Τομ Ρίπλεϋ, καριέρα καθαρά ευρωπαϊκή, αφού άρχισε και τελείωσε στην Ευρώπη, με γενεσιουργούς σταθμούς την Ιταλία πρώτα, κατόπιν και κύρια τη Γαλλία, με ενδιάμεσες καταχωρίσεις, άλλοτε σε μεσημβρινές ηλιόλουστες χώρες κι άλλοτε σε ψυχρά βόρεια λιμάνια. Η ιδέα βέβαια ήταν παλιά,δανεισμένη από τον Χένρυ Τζαίημς και τεκμηριωμένη στην πραγματικότητα από μερικούς ομοεθνείς φυγάδες: ο Τομ Ρίπλεϋ, ένας νεαρός Αμερικανός απατεώνας κολεγιακής μορφώσεως, στέλνεται στην Ευρώπη -τόπο κατ' εξοχήν μυητικής ασωτείας για πολυάριθμους πλούσιους γόνους- από τον πολυεκατομμυριούχο πατέρα για να οδηγήσει το απολωλός πρόβατο,τον άσωτο υιό Ντίκι Γκρήνλιφ, πίσω στη γενέτειρα και στις επιχειρήσεις του.

Η συνέχεια είναι αναμενόμενη: ο άσωτος έκγονος δολοφονείται από τον άμεμπτο υπάλληλο του πατρός κι αντί να σταλεί στην πατρική εστία αποκεκαθαρμένος, παραμένει στη γηραιά ήπειρο νεκρός και ο Τομ αρχίζει την καινούρια ζωή του φορτωμένος μ' ένα έγκλημα και μερικά εκατομμύρια δολάρια από πλαστογραφημένες δωρεές στο όνομά του.

Η επιτυχία του Τομ Ρίπλεϋ ως δομικού χαρακτήρα μυθιστορημάτων σε συνέχειες είναι περίπου απόλυτη. Επιφορτισμένος από τη δημιουργό του να γεννάει καινούριες υπεραξίες με το ίδιο, ύπουλα υπερτιμημένο νόμισμα,την ευφυΐα του, παραμονεύει πλέον τα εξ Αμερικής καινούρια θύματά του καταχωνιασμένος στη Βιλπέρς, παρακολουθώντας ανήσυχα τη διαδοχή του χρόνου που γεννάει νέα προβλήματα, σκαρώνοντας καινούριες ζαβολιές και παρανομίες για να εξασφαλίσει ακόπως τη ζωή που έχτισε πριν από χρόνια στην Ιταλία, με μοναδικά όπλα του τη δουλικότητα, μια γραφομηχανή, μερικές συστατικές επιστολές και την ευπιστία δύο γυναικών.

Δεν είναι υποχρεωτικό να συσχετίσει κανείς τη βιογραφία του Τομ μ' αυτήν της Πατρίτσια Χάισμιθ για να βγάλει μερικά χρήσιμα συμπεράσματα. Ενα είναι το σίγουρο: ο Ρίπλεϋ σαν εξαγόμενο είδος, κάτι σαν το γαλλικό τυρί ή το Σατό Μαργκό, υπόσχεται αμφίδρομη επιτυχία και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Ο χαρακτήρας του Τομ,βόρειο ψυχρόαιμο είδος με λατινική καλλιτεχνική απόληξη, ένα μείγμα ζωγράφου, απατεώνα και μποέμ, που επιχειρεί παράπλευρες εγκληματικές μπίζνες, ντυμένες στον μύθο μιας ροζ αστικής ευμάρειας, είναι μια σύνθεση από χαρακτήρες των διαφόρων εμιγκρέ, των οποίων την πολύχρωμη ομοιότητα εγγυάται ένα νεοϋρκέζικο παρατσούκλι, ένας ξεγραμμένος τύπος που σαν τον Ρηβς στο «Παιχνίδι του Ρίπλεϋ» ξεθάφτηκε απ'το πουθενά, ένας λησμονημένος φίλος που όλο και κάτι ξέρει απ' το παρελθόν της Ρώμης και γι' αυτό πρέπει να εξολοθρευτεί, όπως στο «Ρίπλεϋ σε βαθιά νερά».

Συχνά σκέφτομαι τον Ρίπλεϋ λιγότερο «εξωτερικό» απ' ό,τι τον έπλασε η Χάισμθ, επειδή κάθε συγγραφέας μυθιστορημάτων πλοκής και αγωνίας πρέπει να φτιάξει κατ'αρχήν έναν μηχανισμό ακριβείας παρά έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Σκέφτομαι τον Ρίπλεϋ σαν μια εικόνα του ανθρώπου σε μια διαφορετική διάσταση του είναι, με αίσθηση διαφορετική απ' αυτήν ενός ονειρικού, ψεύτικου όντος, που δρα με τον απόλυτο περφεξιονισμό μιας νομοτέλειας.

Υποπτεύομαι ότι στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα η σκιαγράφηση ενός τέτοιου ήρωα θα έπαιρνε έναν τόνο ίσως πιο τρομακτικό, χρώματα ρεαλιστικά και μονότονα, κάτι σαν το θολό περίγραμμα ενός ξετρελαμένου από την επιτυχία του διπλού πράκτορα, που θα θυσιαζόταν κάποτε απ' τη μια ή απ' την άλλη πλευρά των συνόρων, πιστεύοντας και ο ίδιος στη χρησιμότητά του, του ίδιου κι αυτών που είχε υπηρετήσει. Αντιθέτως η γραφίδα της Χάισμιθ επιτελεί αυτό που είναι ιδεατό: στη θέση του φυσικού ή ηθικού κακού, ο Τομ μεταπλάθεται σ' αυτό που μπορεί να γινόταν από μόνος του, αν μπορούσε να δεχτεί κανείς την αυτονόμηση του χαρακτήρα απ' τον δημιουργό του: ένας amateur, ένας ερασιτέχνης που τρέμει μην κάνει λάθος ζωγραφίζοντας το πορτρέτο της αγαπημένης του Ελοΐζ, όπως τότε που έτρεμε το χέρι του δολοφονώντας τον Ντίκι Γκρήνλιφ.

Αναρωτιέται κανείς μήπως ο Ρίπλεϋ αποτελεί το σώμα μερικών ανύπαρκτων ή μισοϋπαρκτών οντοτήτων, όχι απαραίτητα ανθρώπινων ή εξωανθρώπινων αλλά κάτι ενδιάμεσο, μια και συντίθεται από μια απότομα σταματημένη καριέρα ζωγράφου, από μια αδύνατον να καινοτομήσει ύπαρξη, κάτι δηλαδή σαν κυβιστής ζωγράφος που ανακαλύπτει τον κυβισμό στους άλλους κι εκεί που ένας άλλος θ' ανακάλυπτε την αγάπη, αυτός εξακολουθεί να εκτελεί το ίδιο μάθημα ζωγραφικής πάνω στην ίδια ακίνητη, μακάβρια Ελοΐζ,σχεδόν ανύπαρκτη στην Τέχνη όσο και ο φόβος του μήπως το μοντέλο κινηθεί κάπως απότομα απ' το ποζάρισμά του.

Κι ενόσω σκέφτομαι αυτά, ο Τομ, που δεν έχει χρόνο παρά μόνο για τις τριανταφυλλιές, για τα ψώνια του στη Βιλπέρς και για τη ζωγραφική του, νιώθω ότι ο χρόνος του τελειώνει σύντομα, καθώς θα κληθεί να βάλει τέλος σ' αυτή τη ζωή τής οιονεί συνταξιοδότησης και να θέσει σε κίνηση τον μηχανισμό εκείνο που του επιτρέπει να υπάρχει πάνω σ' αυτή τη γη.

Η τελική εντύπωση παραμένει ίδια: η Πατρίτσια Χάισμιθ, παρότι έπλασε έναν χαρακτήρα εργαλειακό, δηλ. ένα μοντέλο ικανό να γίνει τη βοηθεία των αναγνωστών ένα ανθρώπινο εγώ, δεν θέλει ο ήρωάς της να συνεχιστεί στο δικό μας, γνωστό και ψηλαφητό σύμπαν. Η επεισοδιακή λέξη ΤΕΛΟΣ, που μόνο στα κινηματογραφικά έργα, στα μυθιστορήματα αγωνίας και ίσως στα νεκροταφεία αποκτάει τη δική της αμετάδοτη ειλικρίνεια, σφραγίζει και τη δράση του Τομ Ρίπλεϋ και το μυθιστόρημα.

Αραγε σαν να έχει τελειώσει το χαρτί ή σαν να έχει κουμπωθεί το κοστούμι αυτού του νευρασθενικού, περίσσιου σύμπαντος για να μετακινηθεί αλλού; Μαντέψτέ το.

Αλλωστε, όπως λένε πολλοί, η κουκουβάγια, το πουλί της σοφίας, πετάει πάντα τη νύχτα.

ΠΗΓΗ:http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=49088


Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ: Καταλογίζω στους Έλληνες έλλειψη αυτογνωσίας (συνέντευξη στην Κυριακή Τσολάκη) .

Συνέντευξη: Κυριακή Τσολάκη



“Αν θεωρείς τον εαυτό σου σοφό, τότε είσαι βλάκας!”, λέει μια πραγματικά σοφή, που απέχει πολύ από τις ναρκισσιστικές προσεγγίσεις του εαυτού της. Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ δίνει ένα ξεχωριστό πρότυπο μέσα από την πορεία της στη ζωή και στον χώρο των γραμμάτων. Ίσως γιατί η πρώτη γυναίκα πρύτανης στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης και μία από τις πλέον εξέχουσες πανεπιστημιακές προσωπικότητες διεθνώς έχει ως αγαπημένη φράση της το “γνώθι σ’ αυτόν”.


Το πρόσφατο ταξίδι-αστραπή από το Παρίσι στην Ξάνθη, προκειμένου να μιλήσει στο πλαίσιο της ημερίδας της Μακεδονικής Εκδοτικής Εκτυπωτικής με θέμα “Η Εγνατία του πολιτισμού και του τουρισμού”, αποδεικνύει περίτρανα γιατί η μεγάλη κυρία των γραμμάτων θεωρείται από πολλούς η προσωποποίηση του δυναμισμού και της δραστηριότητας. Με τον γνωστό ρέοντα λόγο της, με διαύγεια που εκπλήσσει, με ευρηματικότητα και παραστατικότητα, η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ κατόρθωσε για ακόμη μια φορά να καθηλώσει το κοινό. Απλή και καταδεκτική δεν αρνήθηκε και μια συνέντευξη, στη διάρκεια της οποίας ανέπτυξε μεταξύ άλλων τις πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις της σχετικά με το Βυζάντιο και τον πολιτισμό του. Άλλωστε, όπως η ίδια έχει υποστηρίξει στο παρελθόν: “Έκανα το Βυζάντιο προσιτό στους Έλληνες, σε μικρούς και μεγάλους. Αυτό έκανα για την Ελλάδα”.

Πού οφείλεται η εντύπωση ότι το Βυζάντιο ήταν μια σκοτεινή εποχή;


Στο ότι πολλές φορές το συγκρίνουν είτε με την ελληνική αρχαιότητα, που ήταν η βάση της ανθρώπινης διανόησης, είτε με τη Δύση, δηλαδή την αναγέννηση. Το Βυζάντιο ήταν ανάμεσα στους δύο αυτούς σταθμούς, που αντιπροσωπεύουν το ορθολογιστικό και ανοιχτό πνεύμα, την ερώτηση, την απάντηση, τη σκέψη. Παράλληλα, επειδή ήταν ένα μόρφωμα που στηρίχθηκε στο θρησκευτικό ορθόδοξο δόγμα, θεωρήθηκε ένας σκοταδιστικός θεοκρατικός οργανισμός. Αυτή η απαξίωση του μεσαίωνα δεν αφορά μόνο το Βυζάντιο αλλά και τη Δύση. Είναι η εποχή που η ανθρωπότητα της Μεσογείου γυρίζει την πλάτη της στην ερωταπόκριση του αρχαίου πνεύματος και μπαίνει στην εποχή της επεξεργασίας του χριστιανικού δόγματος.

Αυτή είναι μια λανθασμένη θεώρηση;

Η άγνοια των κατορθωμάτων και των επιτευγμάτων του Βυζαντίου ώθησε πολύ βιαστικά τους ανθρώπους να το χαρακτηρίσουν ως μια σκοταδιστική εποχή. Σ’ αυτό συνέβαλε επίσης και το γεγονός ότι την αρχαιότητα διέδωσαν στην Ελλάδα ξένοι, οι οποίοι δημοσίευσαν όλα τα ελληνικά κείμενα και ήταν ως επί το πλείστον καθολικοί ή προτεστάντες, που θεωρούσαν τους ορθόδοξους σχισματικούς ή καθυστερημένους. Έτσι, το Βυζάντιο παραγνωρίστηκε.

Τείνει να αλλάξει αυτή η αντίληψη;

Νομίζω ότι οι μεγάλες εκθέσεις που διοργανώνονται κάνουν γνωστό το πνεύμα του Βυζαντίου ως καλλιτεχνικό επίτευγμα. Η μοντέρνα τέχνη όπως την παρουσιάζουν οι υπερρεαλιστές, η μεταφυσική και ονειρική ζωγραφική τους η οποία δεν αποδίδει μορφές αλλά την υπερβατικότητα κάποιας συγκίνησης, έκαναν τους ανθρώπους να κοιτάξουν με άλλο μάτι τις βυζαντινές εικόνες. Γιατί οι βυζαντινές εικόνες δεν παραπέμπουν στον άγιο αλλά στην αγιοσύνη. Η νέα αυτή ματιά χάρη στους υπερρεαλιστές άλλαξε το βλέμμα πάνω στη βυζαντινή τέχνη.

Οι βυζαντινές σπουδές βρίσκονται σήμερα σε ένα ικανοποιητικό στάδιο;

Οι βυζαντινές σπουδές έχουν μεγάλη ανάπτυξη. Έδωσαν στους νέους τη διάθεση να αναλογιστούν τι ήταν αυτή η χιλιόχρονη αυτοκρατορία, να απομακρυνθούν από τη θεωρία του σκοταδισμού, αλλά και να δώσουν στο Βυζάντιο μια καινούργια θέση.

Οι αυτοκρατορίες ήταν πολυεθνικά κράτη. Το Βυζάντιο πού οφείλει τον ενιαίο πολιτιστικό του χαρακτήρα;

Η πολυεθνικότητα, η παγκοσμιότητα ως ιδεολογία και η αιωνιότητα ως ελπίδα είναι τα τρία χαρακτηριστικά κάθε αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο ήταν ακριβώς αυτό, αλλά ήταν και μονοπολιτιστικό. Ο πολιτισμός του βασιζόταν στην ελληνιστική εμπειρία και την ελληνική γλώσσα. Όπως ξέρετε, η γλώσσα είναι μια σύμπτυξη της ιστορίας του παρελθόντος, η οποία μπορεί να είναι παρόν και γίνεται και μέλλον. Ας μην ξεχνάμε ότι η νεοελληνική γλώσσα ξεκινά από τα κείμενα της Αγίας Γραφής, που ήταν γραμμένα στην κοινή αλεξανδρινή της εποχής. Αυτή ήταν η γλώσσα που υιοθέτησε το Βυζάντιο “εναντίον” των λατινικών, τα οποία ήταν διεθνής γλώσσα. Εκείνη την εποχή τα ελληνικά είναι η γλώσσα των διανοουμένων και τα λατινικά είναι η διοικητική γλώσσα. Οπότε, αυτός ο μονοπολιτιστικός χαρακτήρας χάρη στη χρήση της ελληνικής γλώσσας, τη διάχυση της ελληνικής γραμματείας και την εξέλιξη της χριστιανικής πνευματικότητας κάνουν το Βυζάντιο ένα ελληνικό πνευματικό μόρφωμα.

Βρίσκετε παραλληλισμούς μεταξύ των αυτοκρατοριών εκείνης της εποχής και των σημερινών γεωγραφικών πολυεθνικών περιοχών;

Υποστηρίζεται συχνά ότι οι ΗΠΑ είναι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία της σύγχρονης εποχής. Θα έλεγα ότι είναι η βυζαντινή αυτοκρατορία του σήμερα. Το Βυζάντιο είναι η διάσωση της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εκχριστιανισμένης και εξελληνισμένης, με την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα. Ομοίως και η Αμερική σήμερα είναι μια Ευρώπη εκτός εαυτής, έχει τις ίδιες πνευματικές βάσεις με την Ευρώπη και θεωρεί ότι πρέπει να σώσει και να διαδώσει τις ευρωπαϊκές αξίες σε όλο τον κόσμο. Το Βυζάντιο στην εποχή του λειτουργούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Άλλωστε, εξαιτίας του Βυζαντίου ανακαλύφθηκε η Αμερική.

Τι εννοείτε;

Όταν το 1453 έπεσε η Πόλη, οι Οθωμανοί μουσουλμανοποίησαν όλη την ανατολική Μεσόγειο, οπότε τα χριστιανικά πλοία της Γένοβας, της Ιταλίας, της Πίζας, της Φλωρεντίας, που έκαναν όλο το διαμετακομιστικό εμπόριο, δεν είχαν πρόσβαση εκεί. Οι ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας έπεσαν σε αχρηστία και άρχισαν να αναζητούν νέους δρόμους για να φτάσουν στην Άπω Ανατολή. Μεταφράστηκαν στα λατινικά τα “Μετεωρολογικά” του Αριστοτέλη, όπου ο σπουδαίος φιλόσοφος γράφει: ““Όταν ήμουν στην Κύπρο κοίταξα τους αστερισμούς και είδα ότι δεν ήταν στην ίδια θέση με τη θέση που ήξερα όταν ήμουν στη Μακεδονία. Κατάλαβα τότε ότι η γη είναι σφαίρα και πάλι μικρά, οπότε αν θες να πας σε ένα μέρος της μπορείς να πας είτε από την Ανατολή είτε από τη Δύση”. Ο Κολόμβος μ’ αυτό το κείμενο ξεκινάει να βρει την Άπω Ανατολή από την απέναντι μεριά, από τη δύση. Το μέρος που προσέγγισε η καραβέλα του ονομάζεται Δυτικές Ινδίες. Οπότε, αν δεν είχε πέσει η Πόλη, δεν θα είχαμε ανακαλύψει την Αμερική.

Όταν κάποια στιγμή σας ρώτησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τι ήταν η Μακεδονία στο Βυζάντιο, απαντήσατε: “θέμα, κύριε πρόεδρε”. Σήμερα είναι ένα άλλου είδους θέμα, πολύ σοβαρό πια για εμάς τους Έλληνες. Έχετε εκφράσει κατά καιρούς την άποψή σας η ΠΓΔΜ να ονομαστεί Νέα Μακεδονία. Γιατί;

Υπάρχει η Μεγάλη Βρετανία, αλλά και η Βρετάνη στη Γαλλία. Ουδέποτε το συζήτησε κανείς. Θεωρώ ότι οι γείτονες είναι Έλληνες που έχασαν την ελληνικότητά τους, γι’ αυτό ακριβώς, σχεδόν ψυχαναλυτικά, θέλουν να έχουν πρόσβαση στην ελληνική ιστορία. Εμάς τις μας νοιάζει; Έχω φωνάξει αυτή μου την άποψη λέγοντας μάλιστα ότι κάθομαι σε μια γειτονιά που λέγεται Νέα Ελβετία, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την Ελβετία. Πάντως, θεωρώ ότι το θέμα χάθηκε για την Ελλάδα, γιατί πια στο εξωτερικό όλοι γνωρίζουν το συγκεκριμένο κράτος με το όνομα αυτό.

Το πιο λανθασμένο σύνθημα για μένα είναι “η Μακεδονία είναι ελληνική”. Το μόνο σύνθημα που θα μπορούσε να υπάρξει είναι το “όπου Μακεδονία Ελλάδα”. Οι ξένοι ρωτούν: φοβάστε μήπως οι έλληνες Μακεδόνες πάνε μαζί τους; Θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή το πρόβλημα είναι πως έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι υπάρχει μια μακεδονική οντότητα, της οποίας η προέκταση είναι η Θεσσαλονίκη και το Αιγαίο. Νομίζω ότι ήταν πολύ εσφαλμένη η διαχείριση του θέματος, το οποίο δεν είναι ιστορικό, αλλά πολιτικό.

Είπατε κάποτε πως η έλλειψη αυτογνωσίας είναι η πιο ανήθικη πράξη. Σ’ αυτή την περίπτωση τι ισχύει;

Συμπληρώνω ότι η έλλειψη αυτογνωσίας είναι η πιο ανεύθυνη, η πιο παιδαριώδης πράξη. Δυστυχώς, πολλές φορές καταδικάζω και καταλογίζω στους Έλληνες έλλειψη αυτογνωσίας. Φτάνει πια το περίφημο σύνθημα “είμαστε οι καλύτεροι της παρέας”. Καλά θα κάνουμε να προσπαθούμε να μάθουμε ποιοι είμαστε και να μη ρωτάμε αν υπάρχουν φιλέλληνες έξω. Δεν άκουσα κανέναν γάλλο να αναρωτιέται αν υπάρχουν “φιλόγαλλοι”!

Η αυτογνωσία είναι ένας δρόμος προς την προσωπική και συλλογική επιτυχία;

Ασφαλώς. Δεν υπάρχει επιτυχία που να μην είναι μια συλλογική επιτυχία επιτυχημένων ανθρώπων. Γιατί αν σε μια συλλογική επιτυχία είσαι ένας αποτυχημένος, κατεβάζεις όλη τη συλλογική επιτυχία προς τα κάτω. Η αυτογνωσία είναι ακριβώς μια δυνατότητα να ξέρεις πού μπορείς να πας. Είναι αυτό ακριβώς που μου έλεγε η μάνα μου: “Παιδί μου, να ξέρεις τη θέση σου. Ούτε πιο πάνω ούτε πιο κάτω”.

Ενώ ο πατέρας σας, όπως διάβασα, έλεγε: “Το πρόσωπο είναι σπαθί”. Αυτό παρέμεινε μία από τις αρχές σας;

Γι’ αυτό ακριβώς όταν έβλεπα τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα είπα ότι το χειρότερο ήταν πως ενεπλάκησαν σ’ αυτά κουκουλοφόροι, οι οποίοι δεν δείχνουν το πρόσωπό τους. Από τη στιγμή που δεν δείχνεις το πρόσωπό σου, σημαίνει ότι θέλεις να κάνεις πράγματα που δεν είναι αυτά που σου επιτρέπουν. Καλό είναι τις ενέργειές σου και να τις υποστηρίζεις και να τις υπογράφεις. Ευτυχώς που τα παιδιά βγαίνουν στους δρόμους και φωνάζουν, αλλά από εκεί και πέρα υπάρχουν όρια. Οι νέοι όταν θέλουν να διαμαρτυρηθούν δεν φορούν κουκούλες.

Υποστηρίξατε ότι μπροστά στα παιδιά δεν μπορείς να φοβηθείς. Γιατί;

Επειδή μπροστά στα παιδιά πρέπει να είσαι παραδειγματικός. Γενικότερα, αν μπορείς να έχεις έναν σκοπό στη ζωή σου, είναι να είσαι παραδειγματικός. Φοβάμαι ότι αυτή τη στιγμή οι μόνοι ήρωες για τη νεολαία είναι οι τραγουδιστές, οι τηλεπαρουσιαστές και οι ποδοσφαιριστές. Γι’ αυτό γελώ που με ενέταξαν μέσα στους εκατό δημοφιλέστερους Έλληνες.

Έχετε γενικότερα χιούμορ. Πιστεύετε ότι αυτό συμβαδίζει με τη... σοφία σας;

Δεν νομίζω πως είναι κάτι που δέχεται ανάλυση. Αν θεωρείς τον εαυτό σου σοφό, τότε είσαι βλάκας!

Πηγή: εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (15 Μαρτίου 2009)

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: συνέντευξη στον Δαυίδ Ναχμία

http://www.youtube.com/watch?v=IzhKyEGly3M&feature=player_embedded

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ μιλά…

…στην Ευτυχία Παναγιώτου


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


«Η ποίηση δεν μπορεί να είναι καταφύγιο, αφού είναι μέρος της ύπαρξης. Δεν την επιλέγεις, όπως δεν επιλέγεις να υπάρχεις».

Πρωτοεμφανιστήκατε στη λογοτεχνία με ποίημα που έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μοναξιά» (Καινούργια Εποχή, 1956) και ήσαστε μόνο 17. Ξεκινήσατε να γράφετε από μοναξιά; Από πού νομίζετε πως πήγαζε αυτό το αίσθημα;

Το ‘χω σκεφτεί κι εγώ τελευταία: Τι μπορούσα να ξέρω από «μοναξιά» σε κείνη την ηλικία; Και μάλιστα δε θυμάμαι να την είχα νιώσει ποτέ. Αντίθετα, θυμάμαι, είχα πολλούς φίλους, πήγαινα σε πάρτι… Ίσως να εννοούσα -προφητικά σχεδόν- τη μοναξιά της σκέψης, τη διανοητική απομόνωση του δημιουργού, το πως για να κάνεις έργο δεν μπορείς και δεν πρέπει να υπολογίζεις σε κανέναν.

Πενήντα χρόνια αργότερα, στην τελευταία σας ποιητική συλλογή, στον Ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005), γράφετε για την «Άλλη μοναξιά», που «μεγαλώνει τα χάσματα». Αλλά έχει ο πόνος της μοναξιάς ηλικία; Ωριμάζει ή εξαντλείται ποτέ;

Πενήντα χρόνια αργότερα μιλάω για μια «άλλη μοναξιά»: τη μοναξιά του θνητού. Όταν η ηλικία σε κάνει όλο να πλησιάζεις προς το θάνατο, είτε των αγαπημένων σου, είτε τον δικό σου. Τα χάσματα που μεγαλώνουν είναι όταν συνειδητοποιείς πως αυτή την εμπειρία ποτέ δε θα μπορέσεις να τη μοιραστείς με κανέναν, όση φιλία και κατανόηση και να σου ‘χουν δείξει οι άνθρωποι.

Ο Σαχτούρης έλεγε πως δεν υπάρχει ποίηση χωρίς πόνο, κι έγραφε ποίηση. Εσείς γιατί είστε πιστή, κατ’ αποκλειστικότητα, στην ποίηση; Επιμένετε, δεκαετίες τώρα, να γράφετε και να μεταφράζετε ποίηση, όπως επίσης να γράφετε άρθρα και δοκίμια για την ποίηση χωρίς να έχετε ασχοληθεί με άλλα είδη, όπως η πεζογραφία ή το θέατρο. Γιατί μόνο ποίηση, τη στιγμή που στις μέρες μας ποίηση είναι ο «ενάντιος έρωτας»;

Δεν το ήξερα πως ο Σαχτούρης είχε πει κάτι τέτοιο, γιατί κι εγώ πάντα λέω ότι στη ρίζα κάθε ποιήματος υπάρχει μια πληγή και το ποίημα είναι κάτι σαν ουλή. Αλλά σίγουρα αυτός δεν είναι ο λόγος που ασχολήθηκα σχεδόν αποκλειστικά με την ποίηση. Ίσως γιατί άρχισα να γράφω ποιήματα από πολύ μικρή -στα 14 και πριν- και μου ερχόταν φυσικό, όπως το περπάτημα ή η ανάσα. Δεν υπάρχει γιατί. Θα ‘θελα, όμως, να δοκιμάσω κάποτε να γράψω πεζό ή θέατρο. Ίσως όταν στερέψουν τα ποιήματα.

Πολλές φορές, στα ποιήματά σας καταφεύγετε σε χώρες φανταστικές: στη χώρα τής «Λυπιού», στη χώρα τού «Θυμάσαι;», στη χώρα τού «δεν γεννήθηκα ποτέ». Αναλογικά μ’ αυτές τις ονομασίες χωρών, αποτελεί η ποίηση καταφύγιο λύπης, μνήμης και «ανυπαρξίας-αιωνιότητας»;

Η Λυπιού και οι φανταστικές χώρες είναι κι αυτές προϊόντα της ποιητικής φαντασίας. Η ποίηση δεν μπορεί να είναι καταφύγιο, αφού είναι μέρος της ύπαρξης. Δεν την επιλέγεις, όπως δεν επιλέγεις να υπάρχεις.

Στη συλλογή Επίλογος αέρας (1990), ρωτάει η Γιαννούσα σ’ ένα ποίημα: «Γιατί γράφουν οι άνθρωποι ποιήματα;». Και απαντάει: «Για να τα ‘χουν όταν το φως τούς σβήσει η φύση». Ποια νομίζετε πως είναι ή που θα θέλατε να είναι η σχέση ποίησης-φύσης;

Πιστεύω πως κάθε ποιητής έχει τον δικό του ποιητικό κώδικα κυκλοφορίας. Για μένα, η ποίηση και η φύση είναι αδιάρρηκτα δεμένες. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα ποίημα που να μην ξεκινάει από τη φύση, έστω κι αν θεματικά δε μοιάζει να έχει κάποια σχέση. Η φύση κατέχει την ιδέα και την εκτέλεση της ομορφιάς, και η ποίηση γεννήθηκε να εγγράψει αυτή την ομορφιά.

Πείτε μου τρεις ποιητές, έλληνες ή ξένους, τους οποίους δεν πάψατε ποτέ να θαυμάζετε και για ποιο λόγο.

Είναι πολλοί οι ποιητές, έλληνες και ξένοι, που θαυμάζω. Ένας όμως μου κάνει εντύπωση πως ακόμη με αγγίζει τόσο πολύ: είναι ο Καβάφης, που τον διαβάζω από μικρό παιδί. Τον αγαπούσε πολύ η μάνα μου και τα κλασικά του ποιήματα τα ‘χα μάθει απ’ έξω. Μου κάνει επίσης εντύπωση πως, όταν μεγάλωσα, ποτέ δε θυμάμαι να είπα: «Α! Ώστε αυτό εννοούσε». Σα να ήξερα από τότε όλα τα νοήματά του. Αυτό που ιδιαίτερα θαυμάζω στον Καβάφη είναι ότι είναι ένας από τους ελάχιστους ποιητές του σύγχρονου κόσμου που κατάφερε -για μένα- το αδύνατον: να παντρέψει τη σκέψη, τη φιλοσοφική σκέψη, με την ποίηση, χωρίς να θυσιάσει τη μία για την άλλη.

Θυμάστε οποιοδήποτε γραπτό ή προφορικό σχόλιο, αναγνώστη ή κριτικού, που σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση;

Όταν ο νονός μου, ο Καζαντζάκης, μου ‘γραψε: «νεαρό κλωσοπούλι τού Παρνασσού μη με ντροπιάσεις», εδώ και μισό αιώνα.

Η έκδοση ποιητικών βιβλίων, πέρα από την προσωπική «έκθεση» στη γραφή, εμπεριέχει και την κοινωνική «έκθεση» στους λογοτεχνικούς κύκλους. Συμμετέχετε ενεργά σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις, συναναστρέφεστε με λογοτέχνες. Τι θετικά και τι αρνητικά βιώματα αποκομίσατε και αποκομίζετε ακόμα από αυτή την τριβή;

Όπως μια έγκυος θεωρεί φυσικό να γεννήσει ένα παιδί έτσι φυσικό είναι να βγει ένα βιβλίο που έχεις γράψει. Παιδί δεν έκανα ποτέ αλλά δεν είχα ποτέ καμιά δυσκολία να βγάλω βιβλίο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είμαι μπλεγμένη σε «λογοτεχνικούς κύκλους». Έχω φίλους που θαυμάζω κι αγαπώ. Μερικοί φύγανε, όπως ο Ν. Καρούζος. Ύστερ’ από μισό αιώνα ακριβώς «δημοσιευμένης» ζωής, οι φίλοι και οι φίλες συγγραφείς ποιητές – και πολύ νεότεροι από μένα- είναι αρκετοί. Όταν έχουν εκδήλωση και μπορώ, πάω. Αλλά δεν αισθάνομαι καμιά τριβή, τίποτα το αρνητικό, δεν κάνω καμιά κοινωνική προσπάθεια, ούτε έχω απαίτηση καμιά.

Τι άλλο αγαπάτε εκτός από την ποίηση;

Τη ζωή.

Εάν δεν γράφατε ποίηση τι φαντάζεστε πως θα κάνατε;

Θα είχα την ίδια δουλειά που έχω τώρα, τη μετάφραση, γιατί θα είχα πάντα, νομίζω, το ίδιο πάθος με τη γλώσσα. Η γλώσσα, οι γλώσσες, είναι για μένα μια αστείρευτη πηγή γνώσης, χαράς. Να μαθαίνεις, να ζεις ξένες γλώσσες χωρίς ποτέ να ξεχνάς ότι με καμιά δεν μπορείς να αντικαταστήσεις τη μητρική σου. Η γλώσσα δεν είναι μόνο το α και το ω της ποίησης και κάθε δημιουργίας του λόγου, αλλά και κάθε εμπειρίας. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε, κάθε στιγμή της ζωής μας -έτσι τουλάχιστον πιστεύω εγώ- πρώτα «λογοκρίνεται» και έπειτα «εισπράττεται». Καμιά φορά, φαντάζομαι ότι χωρίς τη γλώσσα δε θα ξέραμε τι είναι πόνος και χαρά ή και ότι ανάλογα με τον συλλαβικό ήχο της λέξης «πόνος» σε μια γλώσσα βιώνεται διαφορετικά και η αίσθηση του πόνου. Φαντασίες, φαντασίες… Ίσως τελικά να μη μπορώ να φανταστώ να μη γράφω ποιήματα. Ελπίζω μόνο, όταν θα έχουν λιώσει, να έχω επίγνωση ότι τα γράφω μόνο για να επιβιώσω εγώ, η ύπαρξή μου, και να μην τα εκδίδω, να μην τα επιβάλλω στους άλλους εν ονόματι μιας ζωής αφιερωμένης στην ποίηση.


Βιογραφία :

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε Λογοτεχνία στην Αθήνα, στη Νότια Γαλλία και Ελβετία (Πανεπιστήμιο Γενεύης). Είναι Διπλωματούχος της Σχολής Μεταφραστών και Διερμηνέων (αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά).Πρωτοδημοσίευσε στην Καινούργια Εποχή το 1956. Άρθρα και δοκίμια για την ελληνική ποίηση και τη μετάφραση της ποίησης έχει δημοσιεύσει σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix HENSCH).

Το 1985 έχει τιμηθεί με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Daztmouth, N.Y. State, Princeton, Columbia κ.α.) Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών).Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και ποιήματά της βρίσκονται σε πολλές ανθολογίες σε όλο τον κόσμο.



Στον Ουρανό του Τίποτα με Ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή

την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω

πώς κερδίζει πάντα αυτή

ενώ χάνουμε όλοι εμείς.


Πώς οι αξίες γεννιούνται

κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λειώνει:

το σώμα.


Πεθαίνω μες στο νου μου δίχως ίχνος αρρώστιας

ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά

ανασαίνω κι ας είμαι

σε κοντινή μακρινή απόσταση

απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…


Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς

θα εφεύρει η ζωή

ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης

και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.

Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο·

πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις

τα πετάω.


Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω·

να φεύγουν τα περιττά λέω

να μπω στον ουρανό τού τίποτα

με ελάχιστα.


Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Ευρωπαϊκό βραβείο λογοτεχνίας στην Κική Δημουλά


Το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας απονεμήθηκε το Σάββατο 13 Μαρτίου, στην ποιήτρια, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Κική Δημουλά, για το σύνολο του ποιητικού και του πεζού έργου της.

Η απονομή του Βραβείου πραγματοποιήθηκε στο Στρασβούργο, σε ειδική εκδήλωση, στο πλαίσιο της πέμπτης Ευρωπαϊκής Συνάντησης Λογοτεχνίας και αποτελεί κορυφαίο γεγονός στον χώρο των Ευρωπαϊκών Γραμμάτων.

Την κυρία Κική Δημουλά παρουσίασε στο Γαλλικό κοινό ο μεταφραστής έργων της κ. Michel Volkovitch. Η ηθοποιός κυρία Dinah Faust απέδωσε στην γαλλική γλώσσα κείμενα της κυρίας Κικής Δημουλά πουσιάβασε η ποιήτρια στα ελληνικά.

Οι εκάστοτε βραβευόμενοι ανήκουν σε μία από τις 47 χώρες-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η θέσπιση του Βραβείου Λογοτεχνίας αποσκοπεί στην ανάδειξη του σύγχρονου πολιτισμού της καθεμιάς ευρωπαϊκής χώρας ξεχωριστά.

Επιτροπή, αποτελούμενη από συγγραφείς, εκδότες, μεταφραστές, πανεπιστημιακούς και αρμοδίους για πολιτιστικά θέματα αποφασίζει για την απονομή του Βραβείου. Φέτος, στο πρόσωπο της κ. Κικής Δημουλά τιμήθηκε η Ελλάδα και ο ελληνικός πολιτισμός.

Τις πρωτοβουλίες του Ευρωπαϊκού Βραβείου Λογοτεχνίας υποστηρίζουν η πόλη του Στρασβούργου, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Υπουργείο Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γαλλίας, η επιθεώρηση "Europe" που ιδρύθηκε το 1923 υπό την αιγίδα του Ρομαίν Ρολλάν, και της οποίας συνεργάτες , μεταξύ των άλλων υπήρξαν ο Πωλ Ελυάρ και ο Λουί Αραγκόν. Επίσης στηρίζουν το θεσμό του Ευρωπαϊκού Βραβείου Λογοτεχνίας το πανεπιστημιακό δίκτυο "Les Lettres Europennes" («Τα Ευρωπαϊκά Γράμματα»), το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου της Γαλλίας, το Διεθνές Κέντρο Ποιήσεως της Μασσαλίας, το Σπίτι των Συγγραφέων Λογοτεχνίας του Παρισιού, καθώς και άλλοι πνευματικοί φορείς.

ΠΗΓΗ: http://www.ert.gr/book